Οι πρόσφατες εκλογές της 6ης Μαΐου ανέδειξαν δυο παράδοξα τα οποία πιθανότατα θα συναντήσουμε και στις επικείμενες εκλογές. Αρχικά, πώς ένας εκλογικός νόμος ο οποίος σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τη δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων, δίνοντας μεταξύ άλλων μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, όχι μόνο συντέλεσε στην αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης αλλά οδήγησε τα περισσότερα κόμματα στην υιοθέτηση μη διαλλακτικών θέσεων, έχοντας το ένα μάτι στις επόμενες εκλογές.
Επιπλέον, παρά τις δεκάδες δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών όπου μια σημαντική μερίδα του κόσμου φαίνεται να αναζητά επιτακτικά συνεργασίες και ευρύτερες συναινέσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης, η λογική του εκλογικού συστήματος ουσιαστικά ψαλίδισε οποιαδήποτε τέτοια προοπτική. Τέλος, ορατό είναι το ενδεχόμενο το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών όχι μόνο να αναδείξει άλλη μια «ισοπαλία» η οποία θα οδηγήσει σε αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά να πολώσει σε τέτοιο βαθμό την — ήδη διαιρεμένη – κοινωνία, όπου η δυνατότητα συνεννόησης και συναίνεσης να καθίστανται ακόμη δυσχερέστερη.
Πολιτικοί και ακαδημαϊκοί επιδίωξαν να εξηγήσουν τα δυο αυτά παράδοξα είτε καταφεύγοντας σε ταυτολογικές εξηγήσεις, είτε σε (βολικούς) μύθους. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι η ανυπαρξία πολιτικής κουλτούρας συνεργασίας στη χώρα δεν ευνοεί ευρύτερες συναινέσεις. Όμως, η προσέγγιση αυτή, εκτός από ταυτολογική, υπόρρητα αποκλείει οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας και κατά συνέπεια δεν δίνει λύση στο ζήτημα της κυβερνησιμότητας της χώρας. Επιπλέον, οι πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να εξηγήσουν την αδυναμία συναινέσεων με αναγωγή σε δυο βολικούς γι’ αυτές μύθους, δηλαδή (α) ότι τα πλειοψηφικά συστήματα δίνουν μεγαλύτερη ισχύ στην κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή μη, να αντιμετωπίσει πιεστικά πολιτικά προβλήματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και (β) ότι ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας προϋποθέτει προγραμματική σύγκλιση, προϋπόθεση που δεν φαίνεται να ικανοποιείται τη δεδομένη στιγμή στη χώρα. Το κύριο ερώτημα όμως παραμένει: Σε ποιό βαθμό όμως ισχύουν αυτοί οι μύθοι και, κυρίως, πώς μπορεί μια κοινωνία η οποία βιώνει βαθιά πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση να δημιουργήσει θεσμούς που θα αναπαράγουν την πολυπόθητη κουλτούρα συνεννόησης;
Είναι αλήθεια ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο το πλειοψηφικό μοντέλο δημιούργησε σταθερές κυβερνήσεις οι οποίες όμως απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορία γνωστή: δυο κόμματα, δεξιά και αριστερά του κέντρου, εναλλάσσονται στην εξουσία προσεταιριζόμενα τους «διαλλακτικούς» ψηφοφόρους του κεντρώου χώρου κυρίως μέσω παροχών και πελατειακών σχέσεων (με δανεικά πάντα). Μετά το 2009 όμως, όταν και έκλεισε η στρόφιγγα του φθηνού δανεισμού, τα «κόμματα εξουσίας» έχασαν την πελατεία τους, το οποίο σε συνδυασμό με την ακραία ιδεολογική πόλωση, επιτάχυνε την πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε η στρεβλή λογική ότι ο «νικητής τα παίρνει όλα» εκ των πραγμάτων έχει αποτύχει, αφού ακόμη και όταν το ΠαΣοΚ κατείχε 160 έδρες δεν κατάφερε ούτε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση, ούτε να τρέξει διαρθρωτικές αλλαγές ενώ το ίδιο το κόμμα κατέρρευσε.
Επιπλέον, το πλειοψηφικό μοντέλο ριζοσπαστικοποίησε την ρητορική των «μικρών» κομμάτων τα οποία παραδοσιακά γνώριζαν ότι θα είναι αποκλεισμένα από την άσκηση της εξουσίας και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ριζοσπαστικοποίηση αυτή δεν περιορίστηκε στο επίπεδο της ρητορικής, αλλά και στην υπόρρητη νομιμοποίηση της βίας ως μέσο διεκδίκησης και επίλυσης πολιτικών διαφορών, απονομιμοποιώντας περαιτέρω οποιαδήποτε μορφή πολιτικής συνεννόησης ώς «ξεπούλημα» ή «δωσιλογισμό». Τέλος, όπως δείχνει και η μετεκλογική εμπειρία, αλλά και η σχετική βιβλιογραφία, τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων, όπου υπάρχει ανάγκη όχι μόνο από άμεσες αποφάσεις, αλλά κυρίως από συνέχεια και αφοσίωση στην ακολουθούμενη πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών. Η εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων στη εξουσία με διαφορετικές (ή και αντίθετες) προτεραιότητες όχι μόνο ελαχιστοποιεί την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων, αλλά συρρικνώνει την διαπραγματευτική ισχύ μιας χώρας στο εξωτερικό και αυτοακυρώνει αναγκαίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, οι συναινετικές δημοκρατίες θεωρούνται πιο αποτελεσματικές, κοινωνικά πιο δίκαιες (βλ. Lijphart), καθώς επίσης και πιο ανθεκτικές στη διαχείριση μεγάλων οικονομικών κρίσεων.
Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι με ποιο τρόπο μπορεί μια κοινωνία να εισαγάγει συναινετικούς θεσμούς, σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και ακραίας ιδεολογικής πόλωσης; Αυτό είναι ένα κλασικό δίλημμα που απασχολεί βαθιά διαιρεμένες κοινωνίες, όπου οι διαπραγματεύσεις για το διαμοιρασμό της εξουσίας ανάμεσα σε μέρη του προβλήματος γίνονται σε ένα περιβάλλον αμοιβαίας καχυποψίας, έλλειψης εμπιστοσύνης ή ακόμη και εμπόλεμης βίας. Τι μπορεί να μάθει η Ελλάδα από την εμπειρία άλλων χωρών;
Ενδεικτικά, υπάρχουν παραδείγματα διαιρεμένων κοινωνιών που δεν είχαν κουλτούρα συνεργασίας αλλά έχτισαν πάνω στις πολιτειακές εμπειρίες άλλων χωρών όπως της Ελβετίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Για παράδειγμα στη Βόρεια Ιρλανδία όχι μόνο δεν υπήρχε εμπειρία συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων αλλά κάποια κόμματα ήταν επιπλέον ταυτισμένα με τη διακοινοτική βία. Με την συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, οι Βόρειο-ιρλανδοί μετέτρεψαν το πλέον ακανθώδες θέμα, το ζήτημα του διαμοιρασμού της εξουσίας, σε θεσμό συνεργασίας και συνεννόησης προτείνοντας παράλληλα ένα εναλλακτικό πολιτειακό σύστημα. Το βόρειο-ιρλανδικό σύστημα (d’Hondt) είναι ίσως το απλούστερο και το πιο δίκαιο σύστημα διαμοιρασμού της εξουσίας, το οποίο εφαρμόζεται τόσο σε βαθιά διαιρεμένες κοινωνίες όσο και με παραλλαγές σε προηγμένες δημοκρατίες (πχ Ελβετία και δημοτικά συμβούλια της Δανίας) και υπερεθνικούς θεσμούς (πχ επιτροπές Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου). Η βασική λογική απλή: όσο υψηλότερα ποσοστά συγκεντρώσει ένα κόμμα στο κοινοβούλιο, τόσο περισσότερα υπουργεία θα αναλάβει. Τα κόμματα επιλέγουν υπουργεία με τη σειρά βάσει της δύναμής τους στο κοινοβούλιο στη βάση της απλής αναλογικής, ενώ τη θέση του κόμματος που δεν επιθυμεί να συμμετέχει λαμβάνει το αμέσως επόμενο κόμμα. Έτσι, για παράδειγμα, αν το ΚΚΕ δεν επιθυμεί να συμμετέχει στην κυβέρνηση θα ‘παραχωρήσει’ τα δυο υπουργεία που του αναλογούν στη ΝΔ και τη ΔΗΜ.ΑΡ. Η άσκηση της εξουσίας δεν περιορίζεται σε ένα ή δυο κόμματα τα οποία θα πρέπει να συμφωνήσουν προηγουμένως σε κάποιες βασικές προγραμματικές αρχές, κατά συνέπεια η συμμετοχή στο υπουργικό συμβούλιο γίνεται χωρίς χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, αφού οι επιμέρους προγραμματικές διαφορές επιλύονται μέσω συμβιβασμών κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης.
Παρόμοια συστήματα εφαρμόστηκαν μεταβατικά ώστε να επέλθει η ασφάλεια και εμπιστοσύνη στη χώρα. Κλασικά παραδείγματα η Νότια Αφρική και η Ελβετία. Μάλιστα η «μαγική φόρμουλα» της Ελβετίας, όπως έχει ονομαστεί το συγκεκριμένο σύστημα της χώρας, επιτρέπει σε κάθε κόμμα να προτείνει συγκεκριμένα μέλη για το ομοσπονδιακό συμβούλιο τα οποία τίθενται στην κρίση της Βουλής και μόνο αν συγκεντρώσουν την εμπιστοσύνη των υπολοίπων κομμάτων, μπορούν να αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντα. Αυτό βοηθάει την επιλογή ατόμων ευρύτερης αποδοχής αλλά και την απόρριψη ακροδεξιών κομμάτων ακολουθώντας δημοκρατικές διαδικασίες. Η ελβετική και η νοτιοαφρικανική εμπειρία δείχνει ότι το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς ακόμη και ανεπίσημα ή μεταβατικά, κάτι το οποίο αναμένεται να διευκολύνει την άμεση εξεύρεση λύσης στο ελληνικό αδιέξοδο, σε περίπτωση που δεν προκύψει κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές. Αν η κρίση δώσει την ευκαιρία να αναδειχθούν εναλλακτικές πολιτειακές επιλογές, η διαφαινόμενη τραγωδία μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία δημιουργίας των πλέον αποτελεσματικών θεσμών συναινετικής Δημοκρατίας.