Τελικά στις προηγούμενες εκλογές, μπορεί να μην επιλέξαμε Κυβέρνηση, φτιάξαμε όμως τους νέους μονομάχους. Προσωπικά θα ήμουν ευτυχής, αν ο αφορισμός του Ιταλού φιλόσοφου Νομπέρτο Μπόμπιο, περί Αριστεράς και Δεξιάς, μπορούσε να έχει και στην χώρα μας την δική του εκδοχή. Γιατί αν την Αριστερά την εκπροσωπεί, πλέον, στο συντριπτικό ποσοστό της, ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και την Δεξιά, η ΝΔ του κ. Σαμαρά, ο αφορισμός του αείμνηστου Μπόμπιο, θα είχε ευθύς γελοιοποιηθεί. Τι να γνώριζε άλλωστε, από την ελληνική ιδιοτυπία και πως μπορούσε να την περιγράψει;
Ο νεαρός και αυστηρός πρόεδρος, μίλησε για «Κυβέρνηση της Αριστεράς», όταν το σύνολο του εκλογικού σώματος έχει επιλέξει αυτήν την λύση, περίπου κατά το ένα τρίτο. Ο βιαστικός και εξίσου αυστηρός πρωθυπουργήσιμος, μίλησε, προεκλογικά αυτός, για επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, μέχρι, ο λαός, του προσφέρει την δυνατότητα να τον σώσει. Ηταν πάλι ο μοιραίος πολιτικός άνδρας, που αφού μας οδήγησε στην περιπέτεια του «μακεδονικού» γρίφου, με την αδιαλλαξία και την επιπολαιότητα, που τον διακρίνουν, θέλει τώρα, λόγω της συγκυρίας, να εκπροσωπήσει τις φιλο-ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως στην Ελλάδα, πραγματική ηγεμονία ασκούν οι λαϊκιστές, όσοι κολακεύουν την ευκολία και την ιδιοτέλεια. Μια τέτοια διαπίστωση μοιάζει μάλλον ξεπερασμένη. Σήμερα, απ΄ ότι φαίνεται, ο άξονας έχει μετατεθεί στις δυνάμεις του παραλογισμού.
Ο λαϊκισμός έχει, πίσω από τα μεγάλα λόγια, ένα καλά κρυμμένο σχέδιο, απόλυτα προσαρμόσιμο στην πραγματικότητα και τον συμβιβασμό. Το παράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου είναι αξεπέραστο. Ο παραλογισμός τα αφήνει όλα στην τύχη τους, μπορεί οι Ευρωπαίοι «να μην τολμήσουν», αλλά κι αν τολμήσουν τότε «θα δούμε».
Αλλωστε είναι πάντα πρόσφορες, από τους παλιούς καιρούς, οι επιλογές, γιατι προτιμούμε περισσότερο, την παπική τιάρα ή το οθωμανικό φέσι. Ο ευρωπαϊκός ρασιοναλισμός, ταυτίζεται με την συντήρηση και την σφικτή, σχεδόν προγραμματισμένη στάση ζωής κι εμείς δεν χωράμε σε υποχρεώσεις, ο ήλιος, η θάλασσα, ο καλός καιρός μας καλούν σε εκρήξεις των αισθήσεων, φτάνει τον λογαριασμό της ανεμελιάς να τον πληρώνουν άλλοι, οι ρασιοναλιστές βεβαίως.
Δεν είναι σωστό, επίσης, να μας διαφεύγουν, οι επιδόσεις των Νεοελλήνων στην χαρτοπαιξία και στον τζόγο. Ο σημερινός παραλογισμός έχει μια ισχυρή καταγωγή σ’ αυτήν την δοξασμένη, σε τραπέζια και ρουλέτες, πλευρά της ελληνικής μας ιδιοτυπίας. Το παν είναι να μπλοφάρεις, να δείχνεις πως το χαρτί είναι δυνατό και οι άλλοι, να κάνουν πίσω, γιατί είναι πάντα συντηρητικοί και δειλοί.
Ο κίνδυνος να μείνεις από ρευστό και να δανείζεσαι από τους τοκογλύφους που περιφέρονται γύρω από κάθε καζίνο, είναι υπαρκτός, αλλά ποιός υπολογίζει με βάση την λογική, όταν η ευφορία της αδρεναλίνης, μπορεί να καλύψει «το νόημα της ζωής».
Ο διαχωρισμός Αριστερά – Δεξιά είχε νόημα όταν η Αριστερά ήταν Αριστερά και η Δεξιά ήταν Δεξιά. Οταν η Αριστερά υποστήριζε τα φτωχά στρώματα, αγωνιζότανε για την συμμετοχή τους στην κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου, είχε στόχο την διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών προς την πλευρά των ταπεινών και ανήμπορων. Και η Δεξιά ήταν Δεξιά, όταν ήταν στο πλευρό της επιχειρηματικότητας, συντηρούσε την τάξη και την ασφάλεια και δεν έπαιζε τους νοικοκυραίους, στο τάβλι της προσωπικής φιλοδοξίας του αρχηγού.
Σήμερα, δεν έχουν ξεπεραστεί οι διαχωρισμοί-πως είναι δυνατόν; Εχουν όμως διαστρεβλωθεί οι πολιτικές. Ίσως να περνάμε σιγά-σιγά στο ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού, ελληνικής κοπής. Αυτό το ανώτερο στάδιο, της νεοελληνικής ιδιοτυπίας, δεν είναι βέβαια ο ιμπεριαλισμός, όπως έλεγε ο Λένιν, αλλά ο παραλογισμός των «γενναίων» και των τσαμπουκάδων. Και από την άλλη πλευρά η επίδειξη σοβαρότητας και ευρωπαϊκού προσανατολισμού, από αυτούς που, πεισματικά και ανεύθυνα οδήγησαν τον τόπο στην σημερινή του δυστοκία.