Επί δύο δεκαετίες ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο συνοδεύει τις μετεκλογικές αναλύσεις. Τόσο σε ενδιάμεσες όσο και σε γενικές εκλογές, τα κόμματα δεξιότερα της Κεντροδεξιάς βγαίνουν συχνά κερδισμένα από την εκλογική μάχη: ποιοι παράγοντες ευνοούν την ενίσχυση του δεξιού κομματικού άκρου και η παρουσία του συνιστά άραγε απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη;
Να επισημάνουμε ότι τα άκρα εμφανίζονται διαφοροποιημένα στο εσωτερικό τους. Οσον αφορά το δεξιό άκρο του κομματικού-ιδεολογικού φάσματος, διακρίνονται τρεις τάσεις: του λαϊκιστικού ριζοσπαστισμού, του «σκληρού» ευρωσκεπτικισμού και του εξτρεμισμού. Τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά κόμματα, που αποτελούν πλειοψηφία στην κομματική υποπεριοχή της Ακροδεξιάς (Νορβηγικό Κόμμα Προόδου, Βελγικό Συμφέρον, Λαϊκό Κόμμα Δανίας, Γερμανική Λαϊκή Ενωση, ΛΑΟΣ, κ.ά.) διατυπώνουν έναν απλουστευτικό και εναντιωματικό λόγο. Πρόκειται για κόμματα που είναι διαρκώς «κατά» και διαθέσιμα να προσφέρουν διαιρετικά εξηγητικά σχήματα υποδεικνύοντας «εχθρούς» και «φταίχτες» σε όσους ανήμποροι να προσαρμοστούν στις αλλαγές αναζητούν εκείνους που «ευθύνονται» για τις συνέπειες από τις αλλαγές αυτές: κόμματα, αγορές, μετανάστες, μουσουλμάνοι θεωρούνται υπεύθυνοι για τα δεινά της εποχής – την κρίση, την ανεργία, την εγκληματικότητα, την πολυπολιτισμικότητα.
Τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά κόμματα διακρίνονται από ευρωσκεπτικισμό, όμως δεν είναι όλα ούτε είναι στον ίδιο βαθμό ευρωσκεπτικιστικά: αρχικά το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία ήταν υπέρ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Εθνική Συμμαχία του Φίνι διακρίνεται από «ήπιο» ευρωσκεπτικισμό, ενώ το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν ή το Βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας ανήκουν στους «σκληρούς», που ζητούν έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην ατζέντα κατά της ΕΕ η άκρα Δεξιά συμπίπτει με την άκρα Αριστερά, από την οποία διαφέρει στην αντιμεταναστευτική στάση της, στην έμφαση σε πολιτικές «νόμου και τάξης», στην κυνική τοποθέτησή της στα προαπαιτούμενα της δημοκρατικής πολιτείας (ισότητα, δικαιώματα).
Τη δημοκρατία ως σύστημα αξιών και διακυβέρνησης βάζουν στο στόχαστρο κόμματα της εξτρεμιστικής Δεξιάς: από το Εθνικό-Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας ως τη Χρυσή Αυγή έχουμε να κάνουμε με οργανώσεις που χρησιμοποιούν βία ως μέσο πολιτικής δράσης και υπονομεύουν τη δημοκρατία. Επιπλέον, εκθειάζουν την εθνοφυλετικά «καθαρή» κοινωνία και μια αυταρχική πολιτεία οργανωμένη κατά τα ιδεολογικά, πολιτικά και αισθητικά πρότυπα των ολοκληρωτικών καθεστώτων της δεκαετίας του 1930.
Τι κοινό έχουν μεταξύ τους οι τάσεις της Ακροδεξιάς; Εξεταζόμενες από τη σκοπιά της ζήτησης, δηλαδή των εκλογέων που ελκύονται από την ιδεολογία και τα κόμματα του χώρου, παρατηρείται μια λειτουργία συγκοινωνούντων δοχείων στον πυρήνα των υποστηρικτών τους. Ετσι, αν ακροδεξιά κόμματα εξέλθουν του ιδεολογικού τους πεδίου διεκδικώντας ψήφους από την κατεστημένη Δεξιά, ενδεχομένως να τις κερδίσουν, θα προκαλέσουν όμως μια αντίστροφη μετατόπιση σταθερών εκλογέων τους, που απογοητευμένοι μετακινούνται προς αυθεντικότερους εκπροσώπους του χώρου. Μια θετική απάντηση στο δίλημμα συνεργασία ή όχι με κόμματα της Ακροδεξιάς, που ενίοτε τίθεται σε παράγοντες της πλειοψηφίας, βοηθά στον συστημικό αναπροσανατολισμό της Ακροδεξιάς, δεν περιορίζει όμως το εξτρεμιστικό δυναμικό που υπάρχει. Εδώ γεννάται το ερώτημα τι είναι αυτό που προκαλεί και τι μπορεί να τιθασεύσει αυτό το δυναμικό.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα μεταθέτουμε το ενδιαφέρον μας στην πλευρά της προσφοράς: στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν όταν ενδυναμώνεται η Ακροδεξιά και στις στρατηγικές επιλογές των υπόλοιπων κομμάτων. Πολλοί πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ενίσχυση της άκρας Δεξιάς. Ωστόσο, αν μελετήσουμε τις συγκυρίες που την ανέδειξαν, θα διαπιστώσουμε ότι όταν αρχές του 1970 η καχεκτική Ακροδεξιά γνώρισε την πρώτη εκλογική απογείωση (Κόμμα Προόδου σε Δανία και Νορβηγία) επικρατούσαν ακόμη συνθήκες οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας στην Κεντρική Ευρώπη. Επίσης, οι παρίες δεν είναι εκ προοιμίου πιο ευάλωτοι στον ακροδεξιό λόγο από ό,τι ο περισσότερο δαήμων πληθυσμός. Εξάλλου η Ακροδεξιά διαθέτει πια πολυσυλλεκτική δυναμική, που πιστοποιεί μια σχεδόν ισόρροπη διείσδυσή της στα κοινωνικο-δημογραφικά περιβάλλοντα.
Αν συνιστώσες της άκρας Δεξιάς ενισχύονται σε συνθήκες ευημερίας αλλά και κρίσης, μήπως περισσότερο σημαντικά από τα μακροκοινωνικά δεδομένα είναι τα διαδραματιζόμενα στο μικροκομματικό πεδίο; Η στάση των άλλων κομμάτων απέναντι στην άκρα Δεξιά έχει αποδειχθεί ουσιαστικός παράγοντας για την ενδυνάμωση ή την αποδυνάμωσή της. Παρ’ ότι άλλα κόμματα πιστεύουν ότι υιοθετώντας την ατζέντα της τής αφαιρούν ψήφους, συχνά συμβαίνει το αντίθετο: όταν τα διακυβεύματα της Ακροδεξιάς γίνονται αποδεκτά από άλλους κομματικούς δρώντες (κάτι τέτοιο συμβαίνει στο «αντιμνημονιακό στρατόπεδο» στην Ελλάδα της κρίσης με αποκορύφωμα το «φλερτ» Τσίπρα – Καμμένου), η ίδια αποδαιμονοποιείται και γίνεται πιο αποδεκτή στους εκλογείς.
Τούτο δεν σημαίνει πως αν η Ακροδεξιά τεθεί σε καραντίνα, η κομματική σκηνή απαλλάσσεται από την επιρροή της. Στρατηγικές απορρόφησης της άκρας Δεξιάς από άλλα κόμματα μπορεί να περιορίσουν την παρουσία της, ενώ στρατηγικές διάκρισής τους από αυτήν μπορεί να τη διευρύνουν. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δοκιμάστηκαν και οι δύο στρατηγικές: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την απορρόφησε (Εθνική Παράταξη) περιορίζοντας τη δυναμική του ακροδεξιού χώρου, ενώ ο Κώστας Καραμανλής δημιούργησε συνθήκες διάκρισης (ΛΑΟΣ) αυξάνοντας την πολυσυλλεκτικότητα στο κόμμα του. Παραμένει ζητούμενο αν η σημερινή ΝΔ, λιγότερο το ΠαΣοΚ, που δοκιμάζουν την υιοθέτηση διακυβευμάτων της Ακροδεξιάς (μεταναστευτικό), θα σταματήσουν τις δεξιόστροφες διαρροές ψηφοφόρων τους ή, αντιθέτως, θα τους απενοχοποιήσουν να στραφούν σε κόμματα που είναι «αρμοδιότερα» στη διαχείριση τέτοιων διακυβευμάτων.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ