ΤΟ ΒΗΜΑ – THE PROJECT SYNDICATE
Η εθνικοποίηση της ισπανικής πετρελαϊκής εταιρείας Repsol, θυγατρικής της κρατικής YPF, στην Αργεντινή από την πρόεδρο της χώρας Κριστίνα Φερνάντεζ ντε Κίρτσνερ σήμανε συναγερμό σε όλη την υφήλιο για πολλούς λόγους, νομικής κυρίως φύσεως. Η κίνηση της Κίρχνερ δεν πρόκειται να επιλύσει το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας της, κυρίως λόγω της απουσίας γενναίων οικονομικών επενδύσεων στον επιχειρηματικό αυτό τομέα. Η Repsol, που αγόρασε την ΥΡF το 1999, μεταβίβασε τον Φεβρουάριο του 2008 ένα μέρος των μετοχών της στο Petersen Group, το οποίο σήμερα κατέχει το 25%, ενώ το υπόλοιπο ανήκει σε χρηματιστηριακούς επενδυτές. Στις μετοχές της εταιρίας που θα απαλλοτριωθούν, το 51% θα ανήκει στο εξής στο κράτος της Αργεντινής με την Ισπανική εταιρεία να κρατάει μόλις το 6%.
Την περασμένη δεκαετία, τα αποθέματα της ΥΡF μειώθηκαν σημαντικα, όπως και των περισσότερων πετρελαϊκών εταιρειών της Αργεντινής, λόγω απουσίας επενδύσεων στο χώρο αυτό. Την ίδια στιγμή το φυσικό αέριο είναι ο «βασιλιάς» της παραγωγής ενέργειας στη χώρα. Χρησιμοποιείται για το 51% της ενεργειακής κατανάλωσης, όταν σε άλλα κρατη αποτελεί μόνο το εν τέταρτο ( 27% στις ΗΠΑ – και μόλις 9% στη Βραζιλία ).
Το ενεργειακό δίλημμα της Αργεντινής σήμερα είναι: εμμονή στο φυσικό αέριο ή πανάκριβες νέες έρευνες για πετρέλαιο με παράλληλες επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας ; Αυτή η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο στόλο οχημάτων παγκοσμίως που κινούνται με φυσικό αέριο. Επίσης με φυσικό αέριο παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας. Στο φυσικό αέριο στηρίζεται σχεδόν όλη η πετροχημική βιομηχανία, ενώ με αυτό ζεσταίνονται και λειτουργούν τα περισσότερα νοικοκυριά.
Υπάρχουν κι άλλες χώρες στο κόσμο τόσο εξαρτημένες από το φυσικό αέριο, όπως το Κατάρ, η Αλγερία, το Ιράν και η Ρωσία. Ομως εδώ υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά: όλες έχουν αποθέματα ικανά να διαρκέσουν για ακόμη 70-100 χρόνια. Αντίθετα, στην Αργεντινή τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα φυσικού αεριού αντέχουν το πολύ για οκτώ ακόμη χρόνια.
Η μεγαλύτερη πρόκληση της χώρας σήμερα είναι να καταφέρει να παραμείνει ενεργειακά αυτάρκης, με τη βοήθεια επενδύσεων για εντοπισμό νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, στο υπέδαφος και στον Ατλαντικό. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να ρίξει περισσότερο βάρος σε άλλες μορφές ενέργειας, όπως την υδροηλεκτρική, την αιολική και την πυρηνική, κάτι που απαιτεί ετήσιες επενδύσεις της τάξεως του 3% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια. Γιατί βέβαια οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές δεν θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από μόνες τους, αλλά μέσω επενδύσεων υψηλού κόστους.