Η γωνία λήψης έχει ηθικό περιεχόμενο, είπε, κάπως έτσι, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Από το σημείο αυτό και πέρα, άλλαξε ο τρόπος της κατασκευής και της θέασης του κινηματογράφου. Η εποχή της αφέλειας πέρασε. Η ταινία δεν είναι πια ένας καταναλώσιμος πασατέμπος, αλλά προϋποθέτει και επιβάλει συμμετοχή και αναμέτρηση με τους θεατές της.
Αυτή η ακραία εκδοχή για τον κινηματογράφο, που κατέστρεψε την βιομηχανική του πλευρά και επανένταξε στην κινηματογραφική Τέχνη την έκπληξη και την αναστάτωση, αισθάνομαι πως έχει, σήμερα, μια αδιανόητη επικαιρότητα.
Τα πλάνα με τους ανέστιους και στοιβαγμένους μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας, είναι ένα καλό παράδειγμα για να αναθεωρήσουμε την πίστη και την υποταγή μας στην τηλεοπτική εικόνα. Τι έδειξαν οι τηλεοπτικές εικόνες; Την συμφορά και την συντριβή ανθρώπων. Πως το έδειξαν; Ενοχοποιώντας την συμφορά και την συντριβή ανθρώπων. Η κόλαση είναι οι άλλοι, έγραψε ο Ζαν Πωλ Σατρ, η κόλαση είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι, που ήρθαν από μακριά και μπλέχτηκαν στα πόδια μας, λερώνοντας την φυλετική, κοινωνική, θρησκευτική και κάθε είδους, καθαρότητά μας, υποστηρίζουν τα κλαψιάρικα ρεπορτάζ και οι τηλεοπτικές λήψεις. Υπερβολή, επιλεκτικότητα και γενίκευση, υλικά που επιτρέπουν στην κυρία Δήμαρχο να μιλάει, με τόσο στόμφο και άλλη τόση απανθρωπιά για «σκουπίδια». Και, σε μια έκρηξη, τρομολαγνείας, αρμόδιοι και αναρμόδιοι, έχουν πια την βεβαιότητα, πως η πρωτεύουσα απειλείται από «υγειονομική βόμβα».
Η δημοσιογράφος του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού της Αθήνας, η κυρία Δώρα Σαρρή, στην πρωινή εκπομπή της, σε τελείως αντίθετο κλίμα από τις κραυγές του Τράγκα, την αφόρητη μπουρδολογία του Πορτοσάλτε, την προχειρότητα και τον λαϊκισμό ορισμένων άλλων, έψαξε τους υπεύθυνους, για το θέμα, φορείς και βρήκε, πως άδικα φωνάζουμε περί «υγειονομικής βόμβας», τα επίσημα στοιχεία, καρπός έρευνας, δεν δικαιολογούν την υπερβολή. Η Ελλάδα έχει μικρό ποσοστό λοιμωδών νοσημάτων, μικρότερο από το αντίστοιχο της Γερμανία.
Οι εικόνες όμως που καταγράφονται, κατασκευάζουν, καλά και σώνει, μια «πραγματικότητα» με σαφή σκοπό. Την δημιουργία κλίματος προγκρόμ. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπάρχει ένα τεράστιο θέμα με τους αδικημένους, από κάθε άποψη, ανθρώπους που δεν έχουν που να κοιμηθούν και τι να φάνε, που, γι’ αυτούς, οι πιο συνηθισμένοι κανόνες υγιεινής, είναι κάτι άπιαστο.
Από την άλλη πλευρά όλη αυτή η τραγωδία, εξελίσσεται σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα του αθηναϊκού κέντρου, αλλά οι τηλεοπτικές εικόνες και τα σπαραξικάρδια ρεπορτάζ που τις συνοδεύουν, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να γενικεύσουν το πρόβλημα και στην συνέχεια να χειραγωγήσουν ένα κόσμο που βρίσκεται σε παροξυσμό. Ο δρόμος για να εμφανιστούν οι χρυσαυγίτες, για να καθαρίσουν τις γειτονιές από τα μιάσματα και την χώρα από τους εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους κοντούς, τους χοντρούς, τους άσκημους και τα λοιπά, έχει ήδη ανοίξει. Όταν οι παλαβωμένοι εμφανιστούν στην επόμενη Βουλή, ας μην θεωρητικολογήσουμε άλλο. Η ιστορία θα έχει, πάλι κάνει, τον σκοτεινό της κύκλο.
Η τηλεοπτική δημοσιογραφία, κυρίως-και δεν είναι, αποκλειστικά, ελληνικό φαινόμενο-δεν είναι μόνο λαϊκίστικη, επιφανειακή και αποσπασματική. Είναι επίσης και ιδιόμορφα παράνομη. Παραβιάζει την βασική αρχή της δημοσιογραφικής δεοντολογίας που είναι η έρευνα, η διασταύρωση και η επιβεβαίωση της είδησης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάζει και τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όταν εισβάλει στον προσωπικό χώρο, αλλά δεν έχει την στοιχειώδη πρόνοια να ερευνήσει, αν η φρίκη που καταγράφει η κάμερα, συνιστά έναν πραγματικό γενικό δημόσιο κίνδυνο.
Ποιός όμως ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες. Το ζήτημα είναι να πουλήσουμε το μελόδραμα της δυστυχίας, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην διαμόρφωση μιας κοινής γνώμης που, σε λίγο, θα θεωρεί τα τάγματα της «Χρυσής Αυγής», υπερασπιστές και προστάτες της. Η χυδαιότητα των εικόνων είναι ένα πρελούδιο για την χυδαιότητα των αισθημάτων, που ήδη, είναι προ των πυλών.