Αν και η Ελλάδα διαπραγματεύθηκε ήδη την πιο πρόσφατη δόση χρημάτων από τις ευρωπαϊκές Αρχές / ΔΝΤ και τη μείωση του δημόσιου χρέους κατά περίπου 100 δισ. ευρώ, υπάρχει το ερώτημα αν ευνοεί την οικονομική κατάσταση της χώρας να εφαρμόσει το συμφωνημένο πρόγραμμα ή να φύγει από το ευρώ και να προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών.
Ακόμη και αν η ελληνική οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει το τρέχον έτος, έχει χάσει ήδη περίπου 16% του εθνικού προϊόντος της, αποτέλεσμα χειρότερο από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις που σχετίζονται με υποτιμήσεις και/ή παύσεις πληρωμών τον προηγούμενο αιώνα.
Το πιο ουσιαστικό ερώτημα είναι αν οι απώλειες που θα υποστεί η Ελλάδα θα είναι χειρότερες από εκείνες που θα υφίστατο αν έκανε παύση πληρωμών προς τους δανειστές και αποχωρούσε από το ευρώ. Αυτό είναι δύσκολο να το ξέρουμε, επειδή εξαρτάται τα μέγιστα από εξωτερικά γεγονότα. Η Ελλάδα έχει συμφωνήσει να συνεχίσει το δημοσιονομικό σφίξιμο, δεν ελέγχει την ισοτιμία της και ασκεί ελάχιστο έλεγχο στη νομισματική πολιτική, παρ’ όλο που ανήκει στην ευρωζώνη, άρα η οικονομική ανάκαμψή της εξαρτάται από τη βελτίωση των εξαγωγών.
Αυτή είναι η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης», και ο σκοπός των ευρωπαϊκών Αρχών είναι να δημιουργήσουν τόσο μεγάλη ανεργία ώστε να μειωθούν οι μισθοί σε επίπεδο που θα καθιστά διεθνώς πιο ανταγωνιστική την οικονομία και θα επιτρέψει την ανάκαμψη μέσω εξαγωγών. Ωστόσο, ύστερα από τέσσερα χρόνια ύφεσης και ανεργίας ρεκόρ (20%), η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας είναι ακόμη πιο υψηλή από ό,τι το 2006. Συνεπώς αυτή η στρατηγική δεν έχει αποτέλεσμα, ακόμη και βάσει των δικών της, βάρβαρων όρων.
Μια άλλη πλευρά είναι αν η Ελλάδα θα καταλήξει σε αθέτηση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ ούτως ή άλλως υπό το τρέχον πρόγραμμα. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμβεί αυτό ακριβώς. Αν και υποτίθεται ότι το ελληνικό χρέος θα μειωθεί το 2020 στο 120% του ΑΕΠ, αυτό στηρίζεται σε εκτιμήσεις παρόμοιες με αυτές που τα τελευταία δύο χρόνια αποδείχθηκαν λανθασμένες. Π.χ., το ΔΝΤ έπεσε έξω κατά ένα τεράστιο 7% στην πρόβλεψή του για την ελληνική οικονομία από την πρώτη αξιολόγηση στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης, τον Σεπτέμβριο του 2010.
Ετσι η Ελλάδα μπορεί να καταλήξει, ούτως ή άλλως, σε μια χαοτική αθέτηση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν καλύτερο να αποφύγει τα πολύ δύσκολα χρόνια που έχει μπροστά της. Οι όροι που εμπεριέχει το πρόγραμμα του ΔΝΤ μετατρέπουν την Ελλάδα σε μια χώρα με πολύ μεγαλύτερη ανισότητα και φτώχεια και το ΔΝΤ προβλέπει ανεργία 17% το 2016, ακόμη και αν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο.
Η Αργεντινή αντιμετώπισε παρόμοια κατάσταση όταν αθέτησε το χρέος της στα τέλη του 2001 και εγκατέλειψε τη σταθερή ισοτιμία της λίγες εβδομάδες αργότερα. Παρ’ όλο που το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε και η οικονομία έπεσε απότομα σε ύφεση, η οικονομική συρρίκνωση διήρκεσε μόνο ένα τρίμηνο. Στη συνέχεια η οικονομία ανέκαμψε και έχει αυξηθεί πάνω από 90% τα τελευταία εννέα χρόνια.
Επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι η εμπειρία της Αργεντινής δεν έχει σχέση με την Ελλάδα βασίζονται σε μια παρανόηση σχετικά με την ανάκαμψη της Αργεντινής. Δεν σημειώθηκε «εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων» και κυρίως των αγροτικών προϊόντων, όπως πιστεύεται – ούτε η ανάκαμψη επήλθε μέσω των εξαγωγών. Το πιο σημαντικό ήταν ότι η Αργεντινή μπόρεσε να αλλάξει τη μακροοικονομική πολιτική της σε μια στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης, σε αντίθεση δηλαδή με την προκυκλική στρατηγική που ακολουθεί η Ελλάδα σήμερα.
Η Ελλάδα έχει περίπου το διπλάσιο επίπεδο εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών από αυτό της Αργεντινής όταν αθέτησε τις πληρωμές και υποτίμησε το νόμισμά της – συνεπώς η Ελλάδα θα επιτύγχανε μεγαλύτερη άνθηση μέσω της υποτίμησης αν αποχωρούσε από το ευρώ. Και, τέλος, στην περίπτωση αθέτησης πληρωμών / εξόδου από το ευρώ η Ελλάδα θα είχε περισσότερες δυνητικές πηγές πίστωσης ξένου συναλλάγματος από όσες είχε η Αργεντινή.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση θα όφειλε να εξετάσει προσεκτικά και σοβαρά το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών / έξοδο αντί απλώς να αποδέχεται τους καταστροφικούς όρους που θέτουν οι ευρωπαϊκές Αρχές.
Ο Mark Weisbrot είναι οικονομολόγος. Συνδιευθύνει το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Ερευνας (Center for Economic and Policy Research), με έδρα την Ουάσιγκτον (www.cepr.net). Επίσης είναι πρόεδρος της οργάνωσης «Δίκαιη Εξωτερική Πολιτική» (Just Foreign Policy).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ