Οταν έγραφα το νέο βιβλίο «Η Ελλάδα των Δανείων και των Χρεοκοπιών», που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, δεν εγνώριζα ότι η ιστορία του δανεισμού έχει απασχολήσει τους προγόνους μας από τα πρώτα χρόνια μ.Χ. Στην εποχή εκείνη μας μεταφέρει ο Πλούταρχος με ένα κείμενο από τα «Ηθικά» με τίτλο «Οι συμφορές του δανεισμού», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση και σχόλια της Πολυξένης Παπαπάνου. Μερικά αποσπάσματα:
«Δεν θα έπρεπε να υπάρχει και για τα χρήματα νόμος, που να απαγορεύει στους ανθρώπους να δανείζονται από άλλους και να καταφεύγουν σε ξένες πηγές, αν πρώτα δεν εξετάσουν τη δική τους περιουσία και τις δικές τους δυνατότητες, και δεν ξεχωρίσουν και συγκεντρώσουν, σταγόνα σταγόνα, ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο;
»Γιατί καλοπιάνεις τον τραπεζίτη ή τον μεσάζοντα; Δανείσου από το δικό σου τραπέζι. Εχεις κύπελλα, ασημένια πιάτα, πιατέλες. Ας τα στερηθείς στη δύσκολη ώρα. Η όμορφη Αυλίδα ή η Τένεδος θα στολίσουν το τραπέζι σου με πήλινα σκεύη, που θα είναι καθαρότερα από τα αργυρά. Δεν έχουν τη βαριά και δυσάρεστη οσμή των τόκων, που, σαν τη σκουριά (εννοεί την οξείδωση των ασημικών), κατατρών μέρα με την ημέρα την πολυτέλειά σου. Ούτε θα σου θυμίζουν διαρκώς την πρώτη του μήνα και τη νέα Σελήνη, που, αν και ιερότερη απ’ όλες τις ημέρες, οι δανειστές την κάνουν αποφράδα και μισητή.
»Σε τι ωφέλησε ο Σόλωνας τους Αθηναίους απαλλάσσοντάς τους από την υποθήκευση του σώματος και της ελευθερίας τους; Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους – ή μάλλον ούτε και δικοί τους, αυτό δεν θα ήταν και τόσο φοβερό. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων, καθώς οι διάπυροι τιμωροί και δήμιοι, που, όπως λέει ο Πλάτωνας, περιμένουν τους ασεβείς στον Αδη. Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν… Οπως ο Δαρείος έστειλε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη εναντίον της Αθήνας έχοντας στα χέρια αλυσίδες και δεσμά για όσους θα έπιαναν αιχμάλωτους, έτσι και αυτοί, κουβαλώντας μαζί τους σάκους γεμάτους συμφωνητικά και συμβόλαια, σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδας, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν όχι ωφέλιμο καρπό, αλλά χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν.
»Θέλω να δείξω σ’ όσους σπεύδουν απερίσπαστα να δανειστούν πόση ντροπή φέρνει αυτό και πόση στέρηση της ελευθερίας, καθώς και ότι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας. Εχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου… Ενώ λοιπόν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τη φτώχεια σου, φορτώνεις στον εαυτό σου και τον δανειστή, φορτίο δυσβάσταχτο και για άνθρωπο πλούσιο…
»Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή, όπως ακριβώς και τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιούς και τους βαφείς υφασμάτων. Χρεωνόμαστε όχι για να πληρώσουμε το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμία συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς. Ανθρωπος όμως που μπλέκει μία φορά, μένει χρεώστης για πάντα και, σαν άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον… τοκογλύφος ή μεσάζοντας, πρώτα Κορίνθιος, έπειτα Πατρινός, έπειτα Αθηναίος, μέχρι που ο οφειλέτης, σφυροκοπούμενος από παντού, να γίνει χίλια κομμάτια και να ξοφλήσει».
Αυτά έγραφε ο Πλούταρχος πριν από 2.000 χρόνια και όπως σημειώνει η Π. Παπαπάνου δεν αφήνει «αδιάφορο ούτε τον αναγνώστη των δικών μας ημερών – κάθε άλλο».
gromaios@otenet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ