ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times
Λοιπόν, η Ελλάδα προχώρησε και επισήμως σε στάση πληρωμών προς τους ιδιώτες πιστωτές της. Ήταν μια «συντεταγμένη» χρεοκοπία, προϊόν διαπραγμάτευσης και όχι μιας απλής ανακοίνωσης, που νομίζω πως είναι καλό πράγμα. Ωστόσο η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ακόμη και μετά από αυτή την ελάφρυνση του χρέους της, η Ελλάδα – όπως και άλλα ευρωπαϊκά κράτη που είναι υποχρεωμένα να επιβάλουν πρόσθετα μέτρα λιτότητας εν μέσω οικονομικής ύφεσης – μοιάζει καταδικασμένη να υποφέρει για πολλά χρόνια ακόμη.
Είναι μια ιστορία που αξίζει να την αφηγηθεί κανείς. Την τελευταία διετία, το ελληνικό «στόρι» ερμηνεύτηκε, σύμφωνα με μια πρόσφατη οικονομική μελέτη, «σαν μια παραβολή πάνω στους κινδύνους που κρύβει η δημοσιονομική ασωτεία». Δεν πέρασε κυριολεκτικά ούτε μια μέρα που κάποιος πολιτικός ή επαΐων, με ύφος ανθρώπου που ξεστομίζει κάποια μεγάλη σοφία, να μην μας επισημάνει ότι πρέπει να περικόψουμε αμέσως τις κρατικές δαπάνες για να μην μετατραπούμε σε Ελλάδα.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα ήταν η επιμονή του Μιτς Ντάνιελς, του Ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη της Ιντιάνα, ότι «πολύ λίγο απέχουμε από την Ελλάδα, την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετωπίζουν την οικονομική καταστροφή». Φαίνεται πως κανείς δεν ενημέρωσε τον κ.Ντάνιελς πως πριν την έλευση της κρίσης η Ισπανία εμφάνιζε χαμηλό δημόσιο χρέος και πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της: για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα ευθύνονται οι υπερβολές στον ιδιωτικό τομέα, όχι στον δημόσιο.
Όμως αυτό που μας δείχνει στ΄ αλήθεια η ελληνική εμπειρία είναι πως, ενώ πράγματι το να συσσωρεύεις ελλείμματα την εποχή των παχιών αγελάδων μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες – όπως πράγματι συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά όχι και της Ισπανίας -, το να προσπαθείς να εξαφανίσεις τα ελλείμματα εν μέσω της κρίσης είναι η τέλεια συνταγή ύφεσης.
Στις μέρες μας, επίμονες υφέσεις σαν αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας είναι ορατές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Η Ελλάδα είναι η χειρότερη περίπτωση, με την ανεργία να ξεπερνά το 20% την ίδια στιγμή που οι δημόσιες υπηρεσίες της, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών υγείας, καταρρέουν. Όμως η Ιρλανδία, που έκανε ακριβώς ό,τι της είπαν οι φανατικοί της λιτότητας, βρίσκεται επίσης σε άθλια κατάσταση, με ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο του 15% και διψήφια πραγματική μείωση στο ΑΕΠ της. Εξίσου ζοφερή είναι η εικόνα και για την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Πέρα από το ότι η επιμονή στην λιτότητα προκαλεί τόσα δεινά, είναι πλέον σαφές πως είναι και δημοσιονομικά αναποτελεσματική, καθώς ο συνδυασμός μειωμένων δημοσίων εσόδων και επιδεινούμενων μακροπρόθεσμων προοπτικών συμβάλει στην πράξη στην περαιτέρω απώλεια εμπιστοσύνης στην αγορά, και δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους. Είναι να αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς σκοπεύουν να αναπτυχθούν οικονομικά ώστε να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους κράτη που αρνούνται συστηματικά να προσφέρουν ένα σίγουρο μέλλον στους νέους ανθρώπους τους: η νεανική ανεργία στην Ιρλανδία, που στο παρελθόν ήταν μικρότερη από ότι στις ΗΠΑ, τώρα ξεπερνά το 30%, ενώ στην Ελλάδα αγγίζει το 50%.
Αυτό υποτίθεται πως δεν θα συνέβαινε ποτέ. Πριν δύο χρόνια, καθώς πολιτικοί ηγέτες και ειδικοί άρχισαν να ζητούν πιεστικά τη στροφή από τα προγράμματα οικονομικής τόνωσης στα μέτρα λιτότητας, όλοι τους υπόσχονταν πως ο οικονομικός πόνος θα οδηγούσε σε μεγάλα οφέλη. «Η αντίληψη ότι τα μέτρα λιτότητας μπορεί να οδηγήσουν σε οικονομική στασιμότητα είναι ανακριβής», δήλωνε τον Ιούνιο του 2010 ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ. Αντίθετα, όπως υποστήριξε, η δημοσιονομική πειθαρχία θα ενέπνεε περισσότερη εμπιστοσύνη στην αγορά, και αυτή με τη σειρά της θα οδηγούσε σε οικονομική ανάπτυξη.
Έκτοτε, ακόμη και η μικρότερη άνοδος στους δείκτες μιας καθημαγμένης λόγω λιτότητας οικονομίας πανηγυριζόταν σαν απόδειξη για την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Η ιρλανδική συνταγή λιτότητας παρουσιάστηκε σαν μια επιτυχημένη πολιτική, και μάλιστα όχι μια, αλλά δύο φορές – πρώτα το καλοκαίρι του 2010, και μετά πέρσι το φθινόπωρο. Και τις δύο φορές, τα υποτιθέμενα «καλά νέα» εξατμίστηκαν γρήγορα.
Μπορείτε να αναρωτηθείτε ποιες εναλλακτικές λύσεις είχαν κράτη σαν την Ελλάδα και την Ιρλανδία, και η απάντηση είναι πως η μοναδική ωφέλιμη εναλλακτική που είχαν και έχουν είναι η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ – ένα ακραίο βήμα που, ρεαλιστικά, δεν μπορούν να κάνουν οι ηγεσίες τους έως ότου όλες οι άλλες λύσεις αποτύχουν. Και η Ελλάδα, κατά την γνώμη μου, πλησιάζει ταχύτατα αυτό ακριβώς το σημείο καμπής. Η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να κάνουν αυτό το ακραίο βήμα λιγότερο απαραίτητο, αφενός περιορίζοντας τις απαιτήσεις τους για περισσότερη λιτότητα και αφετέρου κάνοντας περισσότερα για να τονώσουν συνολικά την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η Αμερική, ωστόσο, έχει μια εναλλακτική λύση. Διαθέτουμε δικό μας νόμισμα, και μπορούμε ακόμη να δανειζόμαστε μακροπρόθεσμα με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο – άρα δεν χρειάζεται να μπούμε στην δίνη της λιτότητας και της οικονομικής συρρίκνωσης.
Είναι λοιπόν καιρός να σταματήσει η επίκληση της Ελλάδας σαν μια ηθοπλαστική ιστορία για τους κινδύνους των ελλειμμάτων: από καθαρά αμερικανική σκοπιά, η Ελλάδα μάλλον θα έπρεπε να μας χρησιμεύει σαν μια ηθοπλαστική ιστορία για τους κινδύνους που κρύβει κάθε προσπάθεια υπερβολικά εσπευσμένης μείωσης των ελλειμμάτων, ενώ η οικονομία παραμένει στάσιμη. Και ναι, παρά τα κάπως καλύτερα νέα του τελευταίου διαστήματος, η οικονομία μας παραμένει στάσιμη.
Αν θέλετε λοιπόν να μάθετε ποιος πραγματικά θέλει να μετατρέψει την Αμερική σε Ελλάδα, η απάντηση σίγουρα δεν αφορά όσους επιμένουν πως πρέπει να υπάρξει ένα νέο αναπτυξιακό πακέτο τόνωσης, αλλά αντίθετα όσους επιμένουν πως πρέπει να μιμηθούμε την λιτότητα ελληνικού τύπου, παρά το ότι δεν αντιμετωπίζουμε πιστοληπτικά προβλήματα ελληνικού τύπου, και άρα μας σπρώχνουν να βουτήξουμε από μόνοι μας σε μια ελληνικού τύπου ύφεση.