Ως σκεπτόμενο ον, ο άνθρωπος θα μπορούσε να ορισθεί ως ένα ζώο που πορεύεται και δρα με βάση την αβεβαιότητα. Αυτή τον τρομοκρατεί, αυτή τον κινητοποιεί, αυτή τον εμπνέει, αυτή και τον επικαθορίζει, στη ζωή και στην Ιστορία. Μόλις λοιπόν «κλείσει» ένα ζήτημα, θα ξεφυτρώσουν άπειρα άλλα, εξίσου απειλητικά και προκλητικά. Η αγωνία για το μέλλον δεν κατασιγάζεται. Απλώς αλλάζει αντικείμενο, μετατοπίζεται και μετονομάζεται. Με αυτή την έννοια λοιπόν, η φαινόμενη άρση της μείζονος «εθνικής αβεβαιότητας» που, σύμφωνα με την άρχουσα γνώμη, επικαθορίζει το μέλλον, το δικό μας και εκείνο των παιδιών και εγγονιών μας, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανακούφιση. Η υπογραφή της δανειακής σύμβασης φαίνεται να απομακρύνει το φάντασμα της κατάρρευσης και να αποσοβεί το καταστροφικό ενδεχόμενο της άμεσης αποβολής από την ευρωζώνη και της αναγκαστικής επιστροφής στη δραχμή, ή μάλλον στους οβολούς.
Ομως η ιστορία δεν τελείωσε. Πριν ακόμα ξεχαστούν οι παλιές, νέες αβεβαιότητες έχουν ξεφυτρώσει στη θέση τους. Ακόμα και αν ελπίζεται πως θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες αντιξοότητες σε εύθετο χρόνο ως πιο σοφοί, ξεκούραστοι και σφριγηλοί, στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μεταθέτουμε την εγγενή αγωνία μας. Αντί να κρεμόμαστε από τη συγκεκριμένη εξέλιξη της καλής ή κακής διάθεσης των ορατών σωτήρων της σήμερον, επιλέγουμε να βρεθούμε στο έλεος της αόρατης δυναμικής των «αστάθμητων παραγόντων» της αύριον. Η «ιστορική» συμφωνία δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο από μια συμπεφωνημένη αναβολή των άδηλων προεκτάσεων της εγγενούς ιστορικής πανουργίας. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ανέκαθεν, το βασικό μέλημα της πολιτικής ήταν να κερδίζει χρόνο ενάντια στις πανούργες δυνάμεις που την υπονομεύουν.
Ετσι, η νεοπροσδιοριζόμενη αβεβαιότητα του μέλλοντός μας παραμένει κατ’ ανάγκην ριζική και αθεράπευτη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν οικονομολογούντες ομολογούν ότι είναι απολύτως αδύνατο να γνωρίζουμε αν η σωτήρια λύση είναι και «βιώσιμη» (σύμφωνα με το λεξιλόγιο του συρμού). Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν σωτήρες οχυρώνονται πίσω από την απόφανση ότι, αφού δεν υπήρχαν άλλες έτοιμες «λύσεις», εκείνη που επιλέχθηκε δεν μπορεί παρά να ήταν η «καλύτερη δυνατή». Δεν είναι τέλος τυχαίο ότι οι κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν αποστασιοποιημένοι αναλυτές των ανθρώπινων πραγμάτων δεν κουράζονται να υπογραμμίζουν ότι οι εκ των υστέρων προγνώσεις είναι πάντα είτε μάταιες είτε εκ του πονηρού, αφού κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν γίνει αυτά που έγιναν. Παραμένει όμως γεγονός ότι όλοι οι «άλλοι», οι κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν απλοί πολίτες, πάνω στη ράχη των οποίων διεξάγεται η «μάχη της εθνικής σωτηρίας», καλούνται να νιώθουν ανακούφιση με την αποκοπή του πιο κοντινού κεφαλιού της Υδρας και να αποστρέφουν με ή χωρίς βδελυγμία το βλέμμα τους από όσα παραμένουν ακόμα απόμακρα.
Υπό τους όρους αυτούς, το δίδαγμα είναι σαφές: εις πείσμα των αντιξοοτήτων, η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί παρά να κάνει ό,τι πρέπει και ό,τι είναι δυνατόν τώρα, ετούτη δηλαδή τη στιγμή – και οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι σπάνια στο παρελθόν τα διλήμματα εμφανίζονταν τόσο πιεστικά και τόσο ανυπόφορα -, και οι αναλυτές δεν μπορεί παρά να αναμασούν τις εσωτερικευμένες ορθολογικές συνταγές με βάση τις οποίες υποτίθεται πως «πρέπει» να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Ολοι εξάλλου γνωρίζουν πως, ούτως ή άλλως, ο λαός είναι εκείνος που θα κληθεί να υποστεί τις αναπόφευκτες πλην προβλεπόμενες ή ακόμα και προγραμματισμένες «παράπλευρες απώλειες» (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη φρασεολογία του συρμού, να αποδεχθεί τις «θυσίες»), όποιες και να είναι αυτές. Ισως λοιπόν να μην είναι τυχαίο ότι κανείς δεν είναι σε θέση (ή ίσως και δεν επιθυμεί) να υπολογίσει με ακρίβεια, «μεσοσταθμικά» ή μη (ο καταναγκαστικός εμπλουτισμός του κοινωνικού μας λεξιλογίου δεν φαίνεται να έχει όρια!), το ύψος και τις προεκτάσεις αυτών των απωλειών, ή θυσιών, ήδη τεράστιων και προσεχώς ακόμα μεγαλύτερων, αν σκεφτούμε πως σε λίγους μήνες θα πρέπει, και πάλι, να ανοίξει και προφανώς να «κλείσει» το λεγόμενο «ασφαλιστικό». Και πιθανότατα, έπεται και συνέχεια.
Πράγματι, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι έχοντας ήδη φθάσει στα δυσθεώρητα ιστορικά της «υψηλά», η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει ξέφρενα, ότι οι μισθοί και οι συντάξεις, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, έχουν ήδη μειωθεί κατά 30% τουλάχιστον, ότι η άμεση φορολογία, σε συνδυασμό με τα παντός είδους χαράτσια, έχει ήδη αυξηθεί σε ποσοστό 25% περίπου, ότι η καταπελτώδης αύξηση της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ κτλ.), σε συνδυασμό με τη διάχυτη αισχροκέρδεια, έχει ήδη οδηγήσει τις τιμές καταναλωτή σε ασυγκράτητη άνοδο και ότι τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να συγκρατήσει την καταπελτώδη αναρρίχηση του κόστους της ενέργειας και των μεταφορών, δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι, στα τρία μόλις χρόνια που χωρίζουν το αλήστου μνήμης 2010 από το επερχόμενο μετασωτήριο 2013, το επίπεδο διαβίωσης της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, σε πραγματικούς όρους, θα έχει περιοριστεί σε πολύ λιγότερο από το μισό. Και αναφέρομαι εσκεμμένα σε «πληθυσμό» για να αποφύγω τις κατά αμάχητο πλέον τεκμήριο δύσοσμες συνηχήσεις της λέξης «λαός» και όλων, φυσικά, των συνθετικών της.
Κατ’ ανάγκην λοιπόν, η άμβλυνση της «γενικής» αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά την πορεία της «χώρας» φαίνεται να συνοδεύεται από την «αντίστροφη» όξυνση των αβεβαιοτήτων και της απόγνωσης των ανθρώπων που την ενοικούν. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται, πιστεύω, το μείζον πρόβλημα. Είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε τους όρους υπό τους οποίους αντιμετωπίζουμε τη σχέση ανάμεσα στην υποστασιοποιημένη οντότητα που ονομάζουμε «χώρα» ή «πατρίδα» και το συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων που ελλείψει άλλου όρου εξακολουθούμε να ονομάζουμε «λαό». Από τη στιγμή που φαίνεται να αποκόπτονται οι επιβιωτικές διέξοδοι για την πλειονότητα των πολιτών, οι ιδέες της εικαζόμενης «συλλογικής βούλησης» και του «γενικού συμφέροντος» δεν μπορεί να παραμένουν αλώβητες. Υπό τις νέες συνθήκες, οι ιδέες του έθνους, της χώρας και της κοινωνίας ως αδιαίρετων και αδιαφοροποίητων ολοτήτων μετατοπίζονται και αλλοιώνονται. Οταν η σωτηρία του Ολου φαίνεται να μπορεί και να πρέπει να επιτελείται ενάντια στην εικαζόμενη βούληση των μελών, είναι φυσικό οι διάχυτες «θεολογικές» καταβολές του νεωτερικού πολιτικού λόγου να προσκρούουν στον αγνωστικισμό ή ακόμα και στην πολιτική αθεΐα.
Με αυτήν την έννοια, η (προσωρινή) άμβλυνση της εθνικής αβεβαιότητας απειλεί να συνεπιφέρει πολύ βαθύτερες μεταλλαγές στις πολιτειακές και πολιτικές συνειδήσεις. Από τη στιγμή που η πρόσληψη του πολιτικού και συλλογικού γίγνεσθαι φαίνεται να αποδεσμεύεται από τις καθημερινές ζωές και τις άμεσες βιοτικές προοπτικές των ανθρώπων, δεν απειλείται μόνο η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων. Απειλείται επίσης η αξιοπιστία όλων των μεγάλων πολιτικών μύθων της νεωτερικότητας, του «κοινωνικού συμβολαίου», του «γενικού συμφέροντος», της «κοινότητας του εθνικού κράτους», ακόμα και της ίδιας της ιδέας της δημοκρατίας. Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, το ενδεχόμενο ασυγκράτητων κοινωνικών εκρήξεων και το φάντασμα της ανομίας δεν είναι κατ’ ανάγκην οι πιο δυσοίωνες των ιστορικών προοπτικών. Ακόμα πιο καταλυτική μακροπρόθεσμα μπορεί ίσως να αποδειχθεί η πλήρης αποσάθρωση της ιδέας ότι το πολιτικό σύστημα εκπροσωπεί τους πολίτες και μεριμνά για την άμεση ευζωία και τύχη τους. Ειρωνικά, υπό τις συνθήκες αυτές, και ανεξάρτητα από τις καλές ή κακές προθέσεις των κυβερνώντων, η επαγγελία της «σωτηρίας» της χώρας μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην επέλευση του θανάτου της πολιτικής.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ