Χθες, ο Γερμανός αντιπρόεδρος κ. Ρέσλερ, αφού πρώτα συνέκρινε απαξιωτικά την Ελλάδα ακόμα και με τις αναπτυσσόμενες χώρες, είπε, αμέσως μετά, σε τόνο και ύφος όχι απλώς απαράδεκτο αλλά άθλιο, για το οποίο θα έπρεπε η σίγουρα η κυβέρνησή του σύσσωμη να ντρέπεται, ότι το Βερολίνο «δεν θα δεχθεί άλλους εκβιασμούς από την Ελλάδα»! Οποιος δεν τον είδε, αξίζει να παρακολουθήσει το σχετικό οπτικό υλικό. Πρέπει να τον δουν όλοι στην Ελλάδα και, αν είναι δυνατόν, και στην Ευρώπη. Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά ασυγκρίτως πιο πολιτισμένα σε εκφορά, κινήθηκε επίσης χθες και ο Γερμανός υπουργός κ. Σόιμπλε, ο οποίος, αφού πρώτα είπε ότι προσπαθεί να μη χάσει την υπομονή του με τους Ελληνες, εξήγησε την ουσία των όσων έγιναν τις τελευταίες ημέρες, ερμηνεύοντας και το «χρησμό» του αντιπροέδρου του: είπε ότι πλέον, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα, εννοώντας κυρίως τον κλειστό λογαριασμό, έχει ελαχιστοποιηθεί πλέον ο κίνδυνος για το κοινό νόμισμα από το ελληνικό χρέος. Αυτή, ήταν και η πιο επίσημη, μέχρι στιγμής, παραδοχή του νέου «μικτού» καθεστώτος στο οποίο έχει ήδη περιέλθει η Ελλάδα: εξωτερική ασφάλεια για το κοινό νόμισμα και εσωτερική χρεοκοπία, η οποία επιτείνεται διαρκώς, ακριβώς για να εξυπηρετηθούν οι προδιαγραφές αυτής της εξωτερικής ασφάλειας. Στην ουσία, οι κορυφές της γερμανικής ηγεσίας είπαν χθες στην Ελλάδα ότι αυτοχειριάστηκε…
Η παραδοχή αυτή του γερμανού υπουργού, θα έπρεπε να κάνει πολλούς στην Αθήνα να αντιληφθούν και κάτι που επίμονα αρνούνται: ότι η γερμανική πολιτική στην Ελλάδα, ουδόλως ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη. Δεν της καίγεται καρφί. Στο Βερολίνο οι άνθρωποι κάθε άλλο παρά ανόητοι είναι: ξέρουν ότι με αυτά που επιβάλλουν, σκοτώνουν κάθε δυνατότητα ελληνικής ανάκαμψης. Δεν τους απασχολεί όμως καθόλου κάτι τέτοιο. Και, τώρα, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε το νέο πακέτο, θεσμοποιεί ακριβώς και «κλειδώνει» τη δυνατότητα μην τους ενδιαφέρει.
Άλλη μια ελληνική φενάκη, την οποία άκριτα πολλοί υπερασπίζονται, είναι σχετική με τους αριθμητικούς στόχους που έχουν τεθεί στις δανειακές συμφωνίες, και την πρώτη και τη δεύτερη. Η Ελλάδα «συμφώνησε» σε δύο προγράμματα και πρέπει να τα ακολουθήσει, είναι το επιχείρημα. Και ακούγεται εύλογο και ορθό.
Όμως, αποτελεί μεγίστη υποκρισία να αναφέρεται κανείς σε συμφωνία, όταν όλοι γνωρίζουν, εντός κι εκτός Ελλάδας, το πώς επετεύχθη: κυριολεκτικά, με το μαχαίρι στο λαιμό και το πιστόλι στον κρόταφο. Αν ήταν συμφωνία σε επίπεδο αστικού ή και ποινικού δικαίου, οι δικηγόροι, παρά τις υπογραφές, θα την έβγαζαν πιθανότατα άκυρη χωρίς μεγάλες δυσκολίες σε κάποιο δικαστήριο.
Όμως, η Ελλάδα, υπό την πίεση του τρομερού εκβιασμού συμφώνησε τα πάντα: συντάγματα, νόμοι, κυριαρχίες, πλήρεις επιτροπείες, ταμεία με όλη τη δημόσια περιουσία, ενδεχομένως και εκλογές που θα δούμε πότε θα γίνουν… Συμφώνησε και σε στόχους που, ακριβώς αυτά που επιβάλλονται, τους καθιστούν ανέφικτους και, νομοτελειακά, όπως έδειξαν και τα έσοδα του Ιανουαρίου, την οδηγούν ξανά σε αποτυχία να τους πετύχει κι από εκεί ξανά σε ανυποληψία και νέα εξ αυτού του λόγου πίεση… Γι’ αυτό άλλωστε, μετά την αρχική επιπόλαιη ευφορία, ήδη τώρα από παντού έρχονται φωνές που λένε ότι αυτό που έγινε δεν θα δώσει λύση.
Όμως, ποια λύση; Αυτή ουδόλως ενδιαφέρει τους Γερμανούς. Αντιθέτως, δε, μπορεί και να τους εξυπηρετεί η απομάκρυνσή της: οι συμφωνίες φορτώνουν την Ελλάδα χρέη, οι πρόνοιές τους διασφαλίζουν ότι η διαμορφωθείσα ανακύκλωση του χρήματος δεν θα επηρεάσει τη σταθερότητα του ευρώ, ενώ η εσωτερική αποτυχία τους επιτρέπει να «ισιώσουν» τα πάντα.
Η συνταγή τους είναι απλή: η νομισματική κυκλοφορία θα εξανεμιστεί, η Ελλάδα θα λιώσει εσωτερικά, θα πεινάσει, θα μετατραπεί θέλοντας και μη σε μια ζώνη τύπου ανατολικών χωρών μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και, σε δέκα χρόνια, ή σε δεκαπέντε, θα ξαναβρεί υποτίθεται το δρόμο της ως μια αποικία στην καρδιά της Ευρώπης, όπως ήδη πλήθος σοβαροί ξένοι αναλυτές τη χαρακτηρίζουν, όπου τα πάντα θα κοστίζουν ένα κομμάτι ψωμί: η γη, τα ακίνητα, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, η εργασία, ακόμα και η γεωπολιτική θέση, αφού η χώρα, μέσα στην κατάσταση της πείνας, δεν θα είναι σε θέση ούτε καν αυτή να αξιοποιήσει, ούτε καν να αυτοπροστατευθεί από τον εξωτερικό κίνδυνο. Σε αυτή τη «διαπραγμάτευση», ακόμα και οι ιδιώτες πιστωτές, υπήρξαν απείρως φιλικότεροι από τους «συμμάχους» μας «σωτήρες» του Βερολίνου…
Ετσι, δεν κάνει εντύπωση και η τρίτη χθεσινή γερμανική δήλωση, αυτή από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Βεστερβέλε, ότι δεν τίθεται κανένα θέμα για ένα είδος «σχεδίου Μάρσαλ» για την Ελλάδα. Το Βερολίνο έσπευσε να κλείσει αυτή τη συζήτηση, αμέσως μόλις την άνοιξε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Τι να το κάνει το σχέδιο Μάρσαλ; Το σχέδιο Μάρσαλ, από το οποίο πριν από κάθε άλλη χώρα η ίδια η Γερμανία ωφελήθηκε τα μέγιστα και επεβίωσε μετά τον πόλεμο, σε συνδυασμό με την κατ’ ουσίαν αναγκαστική παραγραφή των πολεμικών αποζημιώσεων που επέβαλαν σε πολλές χώρες οι ΗΠΑ για να την κρατήσουν ζωντανή απέναντι στην ΕΣΣΔ, ήταν ένα σχέδιο που στήριξε τις χώρες από τις οποίες πέρασε. Είχε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου και όλη την αρνητική πολιτική επιβολή, αλλά, ταυτόχρονα, δεν γκρέμιζε. Εχτιζε. Δεν ισοπέδωνε. Βοηθούσε. Δεν συρρίκνωνε. Ανέπτυσσε.
Το Βερολίνο, δεν έχει τίποτα τέτοιο στο μυαλό του. Το Βερολίνο μπορεί σήμερα να πανηγυρίζει: έβαλε την Ελλάδα να χρεωθεί ακόμα περισσότερο για να απαλείψει τον κίνδυνο για το ευρώ και, τώρα, βλέπει τη χώρα να ερημοποιείται αστραπιαία, κάτι που θα την καταστήσει σύντομα υλικό προς πλήρη αρπαγή.
Αυτά συμβαίνουν σήμερα στην αποικία. Όμως, όσο κι αν οι Γερμανοί πιστεύουν ότι τα κατάφεραν, ίσως το μέλλον τους εκπλήξει. Οι κκ Σόιμπλε, Ρέσλερ και Βεστερβέλε, που εν χωρώ επιτέθηκαν πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των Βρυξελλών, δεν έχουν υπολογίσει ότι, κάποτε, στην αποικία, αλλά και σε άλλες χώρες που βλέπουν ότι αυτή η ίδια περίπου τύχη τους περιμένει, μπορεί κάτι να αλλάξει. Και θα αλλάξει, γιατί όσο κι αν μπορούν να εκβιάσουν κυβερνήσεις, τους είναι αδύνατο να εκβιάσουν λαούς, από τους οποίους πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περάσουν όλα αυτά: είτε με δημοψηφίσματα για τις νέες συνθήκες όπως στην Ιρλανδία, είτε με εκλογές. Γιατί αυτό που συμβαίνει, δεν αφορά πια μόνον τον ελληνικό λαό και στην Ευρώπη, το γνωρίζουν σήμερα όλο και περισσότεροι πολίτες της σε πολλές χώρες… Κι όσο για τους διαφόρους που διακινούν το «επιχείρημα» ότι ο λαός να μη μιλάει γιατί αυτός έχει την ευθύνη για όλα αυτά και, μάλιστα, υπερασπίζονται δήθεν την «ευρωπαϊκή Ελλάδα», τι να πει κανείς; Τίποτα άλλο, παρά το ότι, απλώς, δεν ξέρουν τι λένε και ότι ο θεός να μας φυλάει απ’ τη φασίζουσα, τυφλή μισαλλοδοξία τους…