Ο καπνός που βγαίνει ακόμη από τα ερείπια των πυρπολημένων κτιρίων δεν πρέπει να μας κρύψει τον ορίζοντα – που φοβάμαι είναι πιο σκοτεινός από τα αποκαΐδια. Ίσως αυτά που έγιναν την Κυριακή δεν είναι το τέλος των δεινών της χώρας αλλά απλώς ένας ακόμη σταθμός σε πορεία απολύτως επικίνδυνη.
Είμαστε βαθιά διαιρεμένοι σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Το το δίλημμα δεν είναι πλαστό: μπορεί το μνημόνιο τελικά να μη λύσει τα προβλήματα της χώρας και να οδηγηθούμε σε χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ, αλλά από την άλλη πλευρά η απόρριψη του μνημονίου είναι απολύτως βέβαιο ότι οδηγεί εκεί. Όσοι υποστήριξαν και υποστηρίζουν το μνημόνιο, δηλαδή την αντιμετώπιση της κρίσης σε συνεργασία με τους θεσμούς της ΕΕ και το ΔΝΤ, δεν το έκαναν επειδή ήσαν πεπεισμένοι για την επιτυχία του, αλλά επειδή δεν έβλεπαν άλλη λύση που να δίνει πιθανότητες έστω, παραμονής στην Ευρωζώνη. Το αντιμνημονιακό στρατόπεδο είναι διχασμένο ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούν ότι υπήρχαν εναλλακτικές λύσει, επωφελέστερες για τη χώρα, που συνδυάζονταν με παραμονή στην Ευρωζώνη και σε αυτούς που θεωρούν ότι λύση είναι η επιστροφή στη δραχμή.
Δεν έχουν αυτή τη στιγμή σημασία τα επιχειρήματα της μιας ή της άλλης πλευράς, ίσως ούτε και το ποια θα κερδίσει στο τέλος – αυτό που έχει σημασία είναι πως οι χθεσινές εξελίξεις μέσα και έξω από τη Βουλή πιθανώτατα οδηγούν τη χώρα σε έξοδο από το ευρώ μέσω εμφύλιας σύρραξης και κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού. Αυτός είναι ο ακόμα πιο μαύρος ορίζοντας πέρα από τους καπνούς και τα αποκαΐδια.
Έχουμε καταρχήν αυτά που έγιναν έξω από τη Βουλή. Για μια ακόμη φορά η Αθήνα κάηκε και μικρότερης έκτασης επεισόδια είχαμε σε πολλές άλλες πόλεις. Θα επιμείνω ακόμη μια φορά ότι αυτό δεν δείχνει την «απελπισία και την οργή του κόσμου» που θίγεται από τις σκληρές ρυθμίσεις του μνημονίου αλλά τη βιαιότητα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η Αθήνα είχε καεί και τον Μάιο του 2010, στην πρώτη αντιμνημονιακή εκδήλωση, πριν ακόμα υπάρξει οποιαδήποτε επίδραση από τα μέτρα. Είχε καεί και το 2008, με τα Δεκεμβριανά, είχε καεί και το 1992 με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή Τεμπονέρα, είχε καεί επανειλημμένα και κατά τη δεκαετία του 1980. Δεκάδες είναι οι νεκροί σε διαδηλώσεις, δεκάδες είναι και τα θύματα της τρομοκρατίας σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Πάντα η εξήγηση για την πολιτική βιαιότητα είναι κάποιου είδους «οργή», ανάλογα με τη συγκυρία. Πιθανόν η κοινωνία μας να είναι συνεχώς οργισμένη, είτε λόγω του υπαρξιακού κενού που δημιουργεί η ευημερία (τώρα το ξέρουμε: υπήρξε ευημερία πριν την σημερινή κρίση) είτε λόγω της ανέχειας που προκαλούν οι κρίσεις – αλλά χρειάζεται να δοθεί κάποια εξήγηση για αυτό το περίσσευμα οργής που μας διακατέχει πάντα. Κατά τη γνώμη μου, η επίκληση της «οργής», του «φόβου», της «ανέχειας» δεν ήσαν παρά δικαιολογίες για να μην αποδεχθούμε την τρομερή ένταση της πολιτικής βίας. Απλώς ονοματίζουμε αλλιώς το φαινόμενο και το ξορκίζουμε. Σήμερα όμως η οργή για την ανεργία, η οργή κατά του πολιτικού συστήματος, η οργή για τις χαμένες προοπτικές των νέων είναι πραγματική, υπαρκτή. Αν αυτή η οργή δεν κατευναστεί, εννοώ αν δεν υπάρξουν μέτρα που να αντιμετωπίσουν αυτά τα φαινόμενα, τότε η βία θα είναι πολλαπλάσια αυτής που γνωρίσαμε ως σήμερα. Για τούτο φοβάμαι πως το τέλος της μεταπολίτευσης μπορεί να είναι η αρχή εθνικού διχασμού, εμφύλιου πολέμου.
Υπάρχει η θεωρία της προβοκάτσιας και του παρακράτους για να αιτιολογηθεί η βία. Την επανέλαβαν ξανά το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις καταστροφές της Κυριακής. Αλλά αυτή τη θεωρία την ακούμε δεκαετίες, είτε για την τρομοκρατία είτε για αιματηρές συγκρούσεις. Αυτοί που οργανώνουν τους προβοκάτορες και το παρακράτος θα έπρεπε να είχαν κάποιο πολιτικό όφελος – ποιο είναι αυτό; Ποιο από τα κυβερνώντα κόμματα, ΝΔ ή ΠαΣοΚ, αποκόμισε πολιτικό όφελος από τους νεκρούς και τους τραυματίες; Ποια κυβέρνηση και πότε χειρίστηκε το αίμα πολιτικά για να χτυπήσει την Αριστερά; Η επίκληση των προβοκατόρων είναι για να κρυφθεί το ουσιαστικό που δημιουργεί τη βία όλα αυτά τα χρόνια: το hate speech που εκφωνείται συνεχώς από κόμματα, συνδικάτα, ομάδες που επιδίδονται σε «ανυποχώρητους αγώνες».
Έξω από τη Βουλή λοιπόν η κατάσταση ήταν όπως την ξέρουμε δεκαετίες τώρα – μέσα όμως ήταν εντελώς διαφορετική: σαν να μην έφθανε η δημοσκοπική καθίζηση των δύο κομμάτων που κυβερνούν τη χώρα από το 1974, υπήρχε και διάσπασή τους. Αποχώρηση είκοσι βουλευτών από κάθε κόμμα ξεπερνά τις συνήθεις τριβές, κατι τέτοιο έχει να γίνει από την Αποστασία του 1965 – η πολιτική αστάθεια και η βία που ακολούθησαν οδήγησαν δύο χρόνια μετά στη δικτατορία. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα της σημερινής μαζικής ανταρσίας των βουλευτών, το πιθανότερο είναι πως θα έχουμε ακόμη δύο αντιμνημονιακά κόμματα. Και για να αιτιολογήσουν την ριζοσπαστική πολιτική τους πράξη οι δύο αυτές ομάδες θα είναι ριζικά αντίθετες με το μνημόνιο, και εξαιρετικά οξύς ο πολιτικός τους λόγος απέναντι στους πρώην συντρόφους τους. Η χρήση της γλώσσας του μίσους κατά των πολιτικών αντιπάλων θα διευρυνθεί και θα καλλιεργεί το δυναμικό της βίας.
Παρά τη μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Κυριακής υπέρ της δανειακής σύμβασης και του νέου μνημονίου είναι πιθανόν στις εκλογές, αν όχι έδρες όμως σε ψήφους, τα αποτελέσματα να είναι αντιμνημονιακά, γιατί τα αποδεκατισμένα ΠαΣοΚ και ΝΔ μπορεί να έχουν 151 βουλευτές αλλά να μην συγκεντρώσουν 50% των ψήφων. Τι θα γίνει τότε; Θα αποδεχθούν το αποτέλεσμα τα έξι ή επτά άλλα κόμματα; Ή θα διαπιστώσουν εξαρχής «δυσαρμονία βουλής και εκλογικού σώματος» και θα συνεχίσουν τον ακραίο αντιμνημονιακό αγώνα; Αλλά υπάρχει περίπτωση ούτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να έχουν ΠαΣοΚ-ΝΔ ή να μη θέλουν να συγκυβερνήσουν. Τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση; Είναι σε θέση το αντιμνημονιακό μέτωπο να κυβερνήσει; Μήπως και στη μία και στην άλλη περίπτωση έχουμε έξαρση της πολιτικής βίας αν δεν σεβαστούμε το σύνταγμα και τους νόμους;
Αλλά και στο άμεσο μέλλον, έχουμε τρεις «διαβολοβδομάδες» μπροστά μας, όπως είπε ο Παντελής Καψής, όπου, πέραν των όσων θα γίνονται με τους δανειστές, πρέπει να ψηφιστούν νόμοι και να υπογραφούν διατάγματα και αποφάσεις που θίγουν πολλούς, κυρίως ελεύθερους επαγγελματίες και εργαζόμενους ή συνταξιούχους των ΔΕΚΟ. Κάθε διαδήλωση, κάθε απεργία μπορεί να δώσει το έναυσμα για νέους κύκλους υπέρμετρης βίας. Θα πάρουν την απόφαση να συνεχίσουν απεργίες και διαδηλώσεις τα συνδικάτα; Επιπλέον, σε όλη τη χώρα υπάρχει κλίμα μαζικής αντιμνημονιακής τρομοκρατίας, οι βουλευτές του ΠαΣοΚ και της ΝΔ δεν τολμούν να εμφανιστούν. Ακόμα και πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γνωρίσει τη βία ομάδων που κανείς δεν ξέρει αν είναι ακροδεξιές ή ακροαριστερές – ούτε οι ίδιες γνωρίζουν άλλωστε, το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι να ασκήσουν βία στους «πολιτικάντες», εκμεταλλευόμενες την οργή εναντίον του πολιτικού συστήματος. Τι εκλογές θα είναι αυτές που έχουμε μπροστά μας αν δεν συμμαζευτεί η βία;
Είμαστε στην κόψη του ξυραφιού πολιτικά. Κόμματα, συνδικάτα, επαγγελματικές οργανώσεις πρέπει να αποφασίσουν: είναι υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή όχι; Θα αφήσουν τη βία να εξαπλωθεί καταγγέλοντας μετά τους «παρακρατικούς προβοκάτορες» ή θα προσπαθήσουν να την περιστείλουν; Για το ΚΚΕ δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει στάση, αλλά εκεί στον Συνασπισμό και στη ΔΗΜΑΡ σκέπτονται την πιθανότητα να μην είναι αυτή η βία προβοκατόρικη και παρακρατική, αλλά βία που την καλλιεργεί πάνω στο υπόβαθρο της οργής η πολιτική ρητορική κατά του μνημονίου – και τη δικαιώνει; Ας υποθέσουμε ότι είχαν δίκιο οι αντιμνημονιακοί, ότι υπήρχαν άλλοι δρόμοι στην αρχή, εκτός μνημονίου – υπάρχουν ακόμη; Αν δεν υπάρχουν, πρέπει η χώρα να οδηγηθεί στη δραχμή; Πρέπει η χώρα να γίνει πεδίο συγκρούσεων; Αν κερδίσουν οι αντιμνημονιακοί στις εκλογές, πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως προτείνει η ως τώρα ρητορική, σαν «δοσίλογοι» που συνεργάστηκαν με δυνάμεις κατοχής ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Παπαδήμος; Δεν θα αρκέσει η τιμωρία του ΠαΣοΚ και της ΝΔ από τους ψηφοφόρους; Πρέπει να λιντσαριστούν οι βουλευτές τους, να στηθούν κρεμάλες, να καούν κτήρια, να σκοτωθούν άνθρωποι σε διαδηλώσεις;
Οι μνημονιακοί, από την άλλη πλευρά, ασκούν τη θεσμική βία του κράτους. Κατά την άποψη μου αυτή η βία έχει κρατηθεί σε θεμιτά όρια, αν σκεφθούμε ότι οι διαδηλωτές απειλούσαν να καταλάβουν και να κάψουν τη Βουλή. Θεωρώ καταστροφική την επιστροφή στη δραχμή, αλλά αν η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αποφασίσει αλλιώς, πρέπει να την αποδεχθούμε και να δούμε τι θα κάνουμε με τα συντρίμμια μας – αλλά και στο ευρώ να μείνουμε, πάλι θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με το 1.000.000 ανέργους. Μπορεί να πρέπει να κοπούν ξανά οι συντάξεις για να χρηματοδοτηθεί η ανεργία, μπορεί να επιβληθεί φόρος στις καταθέσεις, ή να φορολογηθεί η ακίνητη περιουσία ή να δημευθούν οι περιουσίες των φοροφυγάδων. Δεν είμαι αρμόδιος να προτείνω αλλά είναι φανερό ότι πρέπει να βρεθούν λύσεις αν θέλουμε να συνεχιστεί σε ομαλά η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Είτε στο ευρώ είμαστε, είτε εκτός ευρώ. Και δεν είναι το μνημόνιο που μας εμποδίζει να το κάνουμε αυτό.
Καλό ή κακό το μνημόνιο, η ακολουθία μνημονίων για την ακρίβεια, το θέμα είναι ότι αυτό απαιτούν οι χώρες της Ευρωζώνης για να μας ανεχθούν ανάμεσά σους – όσοι είχαν ψευδαισθήσεις περί αυτού, δεν δικαιούνται να έχουν μετά τα όσα έγιναν στη διάσκεψη του Eurogroup της περασμένης εβδομάδας και όσα έχουν δηλώσει πρόσφατα οι εκπρόσωποι των θεσμών της ΕΕ. Το επιβάλλουν οι νεοφιλελεύθεροι της Ευρώπης το μνημόνιο; Πιθανόν (αν και δεν είδα πολλά κόμματα της Αριστεράς να παίρνουν το μέρος μας), αλλά αυτοί είναι σήμερα οι συσχετισμοί στην ΕΕ. Θα τους ανατρέψουμε εμείς μόνοι μας και αν δεν τα καταφέρουμε θα γίνουμε Αρκάδι να τιναχτούμε στον αέρα;
Οι καιροί είναι εξαιρετικά κρίσιμοι. Ανεξάρτητα από το ποιοι είναι μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί, πρέπει να ξεκαθαριστεί ποιοι ανήκουν σε αυτό που αποκαλούσαν στην Ιταλία, την εποχή της ακροαριστερής και ακροδεξιάς τρομοκρατίας, «συνταγματικό τόξο». Πρέπει να σταματήσει η άλογη χρήση της λεκτικής πολιτικής βίας κατά των αντιπάλων – αυτή πυροδοτεί τη φυσική βία. Η χώρα είναι βαθύτατα διαιρεμένη, πρέπει οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις να κάνουν ρηχότερο το ρήγμα. Αν υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να το κάνουν βαθύτερο, να μας οδηγήσουν σε διχασμό ή εμφύλιο, πρέπει να απομονωθούν.
Θα πρέπει όλοι να θυμόμαστε ότι οι εμφύλιες συγκρούσεις δεν προέκυψαν επειδή τις προγραμμάτισαν τα μεγάλα κόμματα της δεξιάς ή της αριστεράς αλλά από τη δράση μικρών ακραίων ομάδων που συμπαρέσυραν και τους μεγάλους σχηματισμούς. Και ιδιαίτερα η Αριστερά πρέπει να θυμάται ότι σε τέτοιες καταστάσεις κρίσης κερδισμένοι βγήκαν οι ναζί, οι φασίστες και οι μπολσεβίκοι. Ας σκεφθεί, λοιπόν, και ας αποφασίσει αν πρέπει να οξύνει και άλλο την κρίση.