ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times
Σε έναν καλύτερο κόσμο – συγκεκριμένα, σε έναν κόσμο με μια καλύτερη πολιτική ελίτ – μια έκθεση για τη μείωση της ανεργίας θα ήταν λόγος για γιορτή. Στον κόσμο στον οποίο πραγματικά κατοικούμε, όμως, κάθε αχτίδα φωτός συνοδεύεται από ένα σύννεφο. Η έκθεση της περασμένης Παρασκευής για την ανεργία στις ΗΠΑ ήταν, όντως, πολύ καλύτερη από όσο αναμενόταν, και έχει κάνει πολλούς Αμερικανούς, εμού συμπεριλαμβανομένου, πιο αισιόδοξους.
Η έκθεση ήταν καλή σε σύγκριση με τα θλιβερά στοιχεία στα οποία έχουμε συνηθίσει. Να που, επιτέλους, η μείωση της ανεργίας είναι πραγματική, καθώς αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και όχι ο αριθμός των εργαζομένων που βγαίνουν εκτός την αγορά εργασίας, και επομένως έξω από τις στατιστικές της ανεργίας.
Επιπλέον, δεν είναι δύσκολο να δούμε το πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί αυτή η ανάκαμψη. Ας αφήσουμε αρκετούς Αμερικανούς να βρουν δουλειές και να πάρουν δικά τους σπίτια, και η στέγαση, που μας έβαλε στην κρίση, θα δώσει την ώθηση για να βγούμε από την κρίση.
Παρά ταύτα, η οικονομία μας παραμένει σε άσχημη κατάσταση. Οπως ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής, μπήκαμε στο 2012 με λιγότερους ανθρώπους στην αγορά εργασίας από ό,τι τον Ιανουάριο του 2001 – μηδενική αύξηση μετά από 11 χρόνια, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός, και επομένως ο αριθμός των θέσεων εργασίας που χρειαζόμασταν, αυξανόταν σταθερά.
Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η επίμονα υψηλή ανεργία προκαλεί τεράστια, συνεχιζόμενη βλάβη στην οικονομία και στην κοινωνία μας, ακόμη και αν το ποσοστό της ανεργίας μειώνεται σταδιακά. Μην ξεχνάτε ότι η μακροχρόνια ανεργία – το ποσοστό των εργαζομένων που δεν έχουν δουλειά επί έξι μήνες ή περισσότερο – παραμένει σε επίπεδα που δεν τα έχουμε ξαναδεί μετά την Μεγάλη Υφεση.
Και κάθε μήνας που συνεχίζεται αυτό, σημαίνει ότι περισσότεροι Αμερικανοί απομακρύνονται μόνιμα από την αγορά εργασίας, περισσότερες οικογένειες εξαντλούν τις οικονομίες τους και περισσότεροι συμπολίτες μας χάνουν τις ελπίδες τους.
Επομένως αυτή η ενθαρρυντική έκθεση για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε χαλάρωση της προσπάθειας για την ανάκαμψη, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Δυστυχώς, δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίον βλέπουν τα πράγματα πολλοί από αυτούς που επηρεάζουν την διαμόρφωση της πολιτικής.
Πολύ νωρίς σε αυτή την κρίση – βασικά, αμέσως μόλις άρχισε να υποχωρεί η απειλή της ολοκληρωτικής χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης – ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων στην πολιτική κοινότητα άρχισαν να ζητούν να σταματήσει νωρίς η προσπάθεια στήριξης της οικονομίας. Κάποιες από τις απαιτήσεις τους επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική πλευρά, με εκκλήσεις για άμεση λιτότητα παρά το χαμηλό κόστος του δανεισμού και την υψηλή ανεργία. Αλλά έχουν επίσης υπάρξει επανειλημμένα αιτήματα για αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και τους ομολόγους της στο εξωτερικό.
Ποιά είναι η συλλογιστική πίσω από αυτές της απαιτήσεις; Αλλάζει συνεχώς. Κάποιες φορές έχει σχέση με τον υποτιθέμενο κίνδυνο του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι η έκρηξη του πληθωρισμού που προβλέπουν οι ιέρακες στη Fed και άλλοι εξακολουθεί να μην συμβαίνει.
Αλλά υπάρχει επίσης ένα είδος μόνιμης αντιπολίτευσης στα χαμηλά επιτόκια, μια ιδέα ότι υπάρχει κάτι πολύ λανθασμένο στο φτηνό χρήμα και στον εύκολο δανεισμό, ακόμη και σε μια απελπιστικά αδύναμη οικονομία.
Και κάθε φορά που μαθαίνουμε μια καλή είδηση, εμφανίζονται αυτοί οι τύποι που μας λένε ότι έφτασε η ώρα να σταματήσουμε να επικεντρωνόμαστε στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Να τι πρέπει, λοιπόν, να πούμε για τα τελευταία στατιστικά στοιχεία: ναι, τα πηγαίνουμε λίγο καλύτερα, αλλά όχι, τα πράγματα δεν είναι Ο.Κ. Δεν είναι καθόλου Ο.Κ. Η οικονομία μας βρίσκεται ακόμη σε τρομακτική κατάσταση, και οι πολιτικοί θα έπρεπε να κάνουν πολύ περισσότερα από όσα κάνουν για να την βελτιώσουν.