Ο προκείμενος τίτλος παραλλάσσει τον ομόλογο Ξαναγυρίζοντας στον Ομηρο του δασκάλου μου Ι. Θ. Κακριδή, στον οποίο εξάλλου οφείλεται και η πρώιμη προσήλωσή μου στον πατέρα της Ιστορίας. Νεανικές οφειλές ανεξίτηλες, αποσταγμένες στην όψιμη πια ηλικία, με μια γεύση μελαγχολικού νόστου.
Υπάρχουν ωστόσο και κάποιοι κοντινοί φίλοι, που με τραβούν κάθε τόσο στα λημέρια του Ηροδότου. Ανάμεσά τους δύο παλιοί μαθητές, που έγιναν στο μεταξύ και παραμένουν ακμαίοι συνάδελφοι: ο Βασίλης Κάλφας και ο Αντώνης Λιάκος. Καθένας με ένα βιβλίο στο χέρι: ο Κάλφας με τον εκθαμβωτικό πλατωνικό του Τίμαιο, που άνοιξε πριν από κάμποσα χρόνια τη σειρά «Αρχαίοι Φιλόσοφοι»• ο Λιάκος, στα τέλη της περασμένης χρονιάς, με το στοχαστικό τρίπτυχο Αποκάλυψη, Ουτοπία, Ιστορία.
Τα δύο ογκώδη έργα (κυκλοφορούν και τα δύο στις φιλέρευνες εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) πρόσφατα συγχρονίστηκαν: ο Τίμαιος έκλεισε τα φετινά απογέματα του Εθνικού με αναγνώσεις πλατωνικών διαλόγων• το τρίπτυχο ξαγρύπνησε κάμποσες νύχτες τον τελευταίο καιρό, παραδομένο στην ανάγνωση. Και στις δύο, ωστόσο, περιπτώσεις, βγήκε απροσδόκητα στη μέση ως παραλειπόμενος ο Ηρόδοτος, γυρεύοντας το μερίδιό του. Περί αυτού πρόκειται, μόνο που το πράγμα χρειάζεται κάποια εξήγηση.
Προηγείται ο Τίμαιος, στον οποίο επέμεινε ακαταπόνητος ο Βασίλης Κάλφας με το παραδειγματικό του πόνημα: αποτυπωμένο σε 557 πυκνοτυπωμένες σελίδες, μοιρασμένο σε πρόλογο και τρία μέρη – καθένα με τα επώνυμα κεφάλαιά του. Εδώ ενδιαφέρει ειδικότερα ένα χωρίο του κειμένου (29, d-e) που εξειδικεύεται στη μετάφραση με τον πλαγιότιτλο «Η δημιουργία του κόσμου: ο κόσμος είναι έλλογο έμβιο ον». Μιλάει ο Τίμαιος – αντιγράφω τη μετάφραση του Κάλφα: «Ας δούμε λοιπόν για ποια αιτία ο Δημιουργός συνέθεσε το γίγνεσθαι και όλο αυτό το σύμπαν. Ηταν αγαθός, και στον αγαθόν δεν γεννιέται ποτέ κανένας φθόνος για οτιδήποτε». Και στο πρωτότυπο η κρίσιμη φράση: αγαθός ην, αγαθώ δε ουδείς περί ουδενός ουδέποτε εγγίγνεται φθόνος.
Αυτή η απόλυτη πλατωνική απόρριψη του φθόνου από την αγαθή φύση του δημιουργού θεού με σκανδάλισε. Σκέφτηκα πως αποτελεί ίσως σκόπιμη αναίρεση μιας αντίθετης απόφασης του Ηροδότου, η οποία διατυπώνεται στο πρώτο βιβλίο του (Ι, 32). Οπου, όταν αγανακτεί ο φιλόξενος Κροίσος, επειδή ο σοφός Αθηναίος δεν του αναγνώρισε πρωτεία ολβιότητας, ο Σόλων αποφαίνεται: Ω Κροίσε, επιστάμενόν με το θείον παν εόν φθονερόν τε και ταραχώδες επειρωτάς ανθρωπηίων πρηγμάτων πέρι. Και σε μετάφραση: «Κροίσε, εμένα που έμαθα και ξέρω πως το θείον, παντού και πάντα, είναι φθονερό, προκαλώντας ταραχές, με πιέζεις ρωτώντας να μιλήσω για τα ανθρώπινα πράγματα».
Που πάει να πει: ο θεός (στη συνολική εκδοχή του θείου) δεν αφήνει τον άνθρωπο να συμμεριστεί (πολύ περισσότερο: να σφετεριστεί) τον δικό του ζωτικό χώρο – αυτό είναι ίσως το βαθύτερο νόημα του θεϊκού φθόνου. Οπότε το ταραχώδες επιβάλλεται μάλλον ως στερητικό παρεπόμενο του θεϊκού φθόνου. Σε αντίθεση δηλαδή προς το αμετάβλητο θείον, κλήρος του ανθρώπου είναι η αδιάλειπτη αλλαγή, με τα εναλλασσόμενα και απρόβλεπτα πάθη της. Από όπου προκύπτει, ως συμπέρασμα στη συνέχεια του προηγούμενου χωρίου, ο συνολικός ορισμός του ανθρώπου: πάν εστι άνθρωπος συμφορή. Που πάει να πει: ο άνθρωπος είναι έρμαιο μιας μοιραίας αλλαγής• συμφέρεται σε ένα περιφερόμενο τροχό, που ο Ηρόδοτος τον ονομάζει αλλού κύκλον των ανθρωπηίων πρηγμάτων.
Προφανώς βρισκόμαστε στους αντίποδες της παντελώς «άφθονης» αγαθότητας του δημιουργού θεού στον πλατωνικό Τίμαιο. Για να μη θεωρηθεί πάντως περιστατική η απόλυτη αυτή θεωρία του Σόλωνα περί θείου, ακούγεται άλλες δύο φορές σε σημαδιακά χωρία του ηροδοτείου έργου. Την επικυρώνει στο τρίτο βιβλίο ο αιγύπτιος βασιλιάς Αμασις (φημισμένος για τη στοχαστική του σοφία), και στο έβδομο ο σύμβουλός του Ξέρξης Αρτάβανος (γνωστός για την επιφυλακτική του σωφροσύνη). Ο πρώτος προειδοποιώντας φιλικά τον διαβόητο τύραννο της Σάμου στην ακμή της δόξας του: «Με ανησυχεί πολύ η τόση σου ευτυχία, γνωρίζοντας ότι το θείον είναι φθονερό». Ο δεύτερος αποτρέποντας τον Ξέρξη από την πάνδημη εκστρατεία στην Ελλάδα: «Δίνει ο θεός γεύση γλυκιά απέξω στη ζωή του ανθρώπου, στο βάθος όμως αποκαλύπτεται φθονερός».
Αυτόν τον ηροδότειο θεϊκόν φθόνο φαίνεται να ανατρέπει ο πλατωνικός Τίμαιος στην περίπτωση του δικού του αγαθού δημιουργού. Εξηγείται, πόσο και πώς μια τόσο απόλυτη διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και ιστορίας; Η όποια απάντηση την άλλη Κυριακή, με τα σύνεργα και του Λιάκου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ