Πολλοί εκφράζουν σήμερα την έκπληξή τους για το μέγεθος της κοινωνικής και της οικονομικής καταστροφής που επέφερε η πολιτική του μνημονίου.
Η έκπληξη αυτή δεν είναι δικαιολογημένη. Η απάντηση στην ελληνική κρίση δόθηκε με έναν συνδυασμό πολιτικής λιτότητας και νέων δανείων. Αυτή η πολιτική ποτέ και πουθενά δεν έχει αποδώσει. Δεν έχουμε διεθνώς παράδειγμα χώρας η οποία να αντιμετώπισε επιτυχώς μια κρίση χρέους με λιτότητα και νέα δάνεια.
Αποδεχόμενη η κυβέρνηση αυτή την πολιτική αποδέχθηκε η χώρα να λειτουργήσει ως πειραματόζωο, και μάλιστα χωρίς να ζητήσει στοιχειώδεις εγγυήσεις για την περίπτωση κατά την οποία το πείραμα θα αποτύγχανε, όπως και συνέβη.
Αλλοι πάλι εντοπίζουν την έκπληξή τους στον «εκτροχιασμό» της ύφεσης και της ανεργίας. Ούτε αυτή η έκπληξη είναι δικαιολογημένη. Τα προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν γνωστά. Το υφεσιακό τους αποτέλεσμα ήταν δεδομένο και προβλέψιμο. Κάτι περισσότερο, ήταν και επιθυμητό, αφού η ύφεση και η συνακόλουθη ανεργία είναι βασικός μηχανισμός προσαρμογής και όχι ατύχημα. Μέσω της ύφεσης και της ανεργίας επιδιώκονται – και επιτυγχάνονται – η μείωση των μισθών και ο «οικονομικός δαρβινισμός», η εκκαθάριση δηλαδή του καπιταλισμού από τις λιγότερο ανθεκτικές επιχειρήσεις. Αλλωστε το «success story», το οποίο προβάλλει το ΔΝΤ στην Ευρώπη, είναι η Λετονία, όπου η ύφεση έφθασε το 24%.
Αποδεχόμενη, επομένως, η κυβέρνηση να προσφύγει στο ΔΝΤ, αποδέχθηκε ένα πρόγραμμα δεδομένης λογικής και προβλέψιμων σε γενικές γραμμές αποτελεσμάτων.
Δυνατότητες διαπραγμάτευσης υπήρχαν αλλά όχι με το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ δεν είναι χώρος διαπραγμάτευσης αλλά μηχανισμός βίαιης προσαρμογής. Προσφυγή στο ΔΝΤ προϋποθέτει αποδοχή της πολιτικής και των μεθόδων του.
Δυνατότητες διαπραγμάτευσης υπήρχαν κυρίως στον χώρο της ΕΕ. Διότι σε αυτήν έχουμε εκχωρήσει πολλά κρίσιμα μέσα άσκησης πολιτικής. Δεύτερον, διότι η κρίση του ελληνικού χρέους, όπως αποδείχθηκε άλλωστε, ήταν μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής κρίσης. Ηταν συστημικά κρίσιμη επομένως η στάση της Ελλάδας, στην οποία αρχικά εμφανίστηκε η κρίση αυτή. Είχαμε ευθύνη απέναντι και στους άλλους λαούς να αντισταθούμε σε παράλογες πιέσεις, για να εφαρμόσουμε ένα μοντέλο πολιτικής που είχε προβλέψιμες καταστροφικές συνέπειες και για την ελληνική κοινωνία αλλά και για την Ευρώπη συνολικά.
Διαπραγμάτευση προϋπέθετε μια κυβέρνηση που θα ήθελε να στηριχθεί στον λαό, να συγκρουσθεί με συμφέροντα και να διαθέτει την πολιτική βούληση να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αναδιανομής, καταπολέμησης των ανισοτήτων και ριζικών μετασχηματισμών στο κράτος και την οικονομία, που να απαντούν στις εσωτερικές αιτίες της κρίσης.
Μια τέτοια στάση θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει ως καταλύτης και να είχε επηρεάσει ακόμη και τη συνολική πορεία της Ευρώπης.
Θα είχε θετική έκβαση μια τέτοια προσπάθεια; Θα έβρισκε απήχηση σε άλλους λαούς; Θα τρόμαζε αρκετά ο συστημικός κίνδυνος; Θα έβρισκε στήριξη και πέραν της Ευρώπης; Η προσπάθεια δεν έγινε, η μάχη δεν δόθηκε καν. Ομως η Ιστορία γράφεται από τις μάχες που δίνονται και όχι μόνο από εκείνες που δίνονται εκ του ασφαλούς.
Τα όσα έγιναν, λοιπόν, δεν μπορούν να κατανοηθούν ως ένα «μοιραίο λάθος» ή ως αποτέλεσμα μιας σειράς λαθών. Ηταν αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής. Η επιλογή που έγινε ήταν να αξιοποιηθεί η κρίση «ως ευκαιρία», όπως είχε λεχθεί άλλωστε, για να διαλυθούν τα εργασιακά δικαιώματα, οι μισθοί και το κοινωνικό κράτος, να εκποιηθεί ο δημόσιος πλούτος και να υλοποιηθούν επιτέλους οι πολυπόθητες [νεοφιλελεύθερες] «μεταρρυθμίσεις».
Η επιλογή δεν ήταν να λυθεί η «θηλιά» του χρέους, αλλά να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης και υποταγής μέσω της διαρκούς επίκλησης του υπαρκτού αλλά και συντηρούμενου κινδύνου της χρεοκοπίας.
Ομως δεν ήταν μόνο ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου ούτε μόνο το ΠαΣοΚ. Ηταν και άλλες δυνάμεις πολιτικές και οικονομικές που, από ιδιοτέλεια ή και ιδεολογικό δογματισμό, είδαν το ΔΝΤ και την τρόικα ως μια ευπρόσδεκτη εξωγενή παρέμβαση στον εσωτερικό κοινωνικό συσχετισμό, ως τον από μηχανής θεό που με τη βοήθειά του θα μπορούσαν να καμφθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις και να εφαρμοσθεί ό,τι οι ως άνω δυνάμεις φαντασιώνονταν ως «διέξοδο», μέσω της εγκαθίδρυσης ενός νεοφιλελεύθερου και κατά την αντίληψή τους «υγιούς» καπιταλισμού.
Αυτή ήταν η μοιραία επιλογή. Αυτή οδήγησε στη διάλυση και την καταστροφή. Παρά τα δραματικά για την κοινωνία αποτελέσματα, αυτή η μοιραία επιλογή και η ανίερη συμμαχία που τη στηρίζει, εξακολουθούν να ορίζουν τις κατευθύνσεις της πολιτικής και να επιφυλάσσουν και άλλα κοινωνικά δράματα και οικονομικά αδιέξοδα.
Ο κ. Γιάννης Δραγασάκης είναι πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ