ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ ΝΕW YORK TIMES
«Έχω ένα όνειρο», διακήρυσσε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε μια ομιλία που δεν έχει χάσει καθόλου τη δύναμή της να εμπνέει. Ένα μέρος αυτού του ονείρου έχει γίνει πραγματικότητα. Όταν ο Κινγκ μιλούσε το καλοκαίρι του 1963, η Αμερική ήταν ένα κράτος που στερούσε βασικά δικαιώματα από εκατομμύρια πολίτες του, απλώς επειδή το δέρμα τους είχε λάθος χρώμα. Σήμερα ο ρατσισμός, δεν είναι πλέον ενσωματωμένος στη νομοθεσία. Και ενώ επ’ουδενί δεν έχει εξαλειφθεί από τις καρδιές των ανθρώπων, η λαβή του είναι πολύ πιο αδύναμη από ό,τι ήταν.
Για να πω το προφανές, αρκεί να κοιτάξει κανείς μια φωτογραφία του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για να δει έναν βαθμό ανοιχτού πνεύματος ως προς τη φυλή, αλλά και τις γυναίκες, που θα ήταν σχεδόν αδιανόητος το 1963.
Όμως αν μπορούσε ο Κινγκ να δει τώρα την Αμερική, πιστεύω ότι θα ήταν απογοητευμένος και θα ένιωθε ότι το έργο έχει πολύ δρόμο ακόμα. Ονειρεύτηκε ένα κράτος όπου τα παιδιά του «δεν θα κρίνονται από το χρώμα του δέρματός τους, αλλά από το περιεχόμενο του χαρακτήρα του». Όμως αυτό που γίναμε στην πραγματικότητα δεν είναι ένα κράτος που κρίνει τα παιδιά από το χρώμα του δέρματός τους – τουλάχιστον όχι όσο στο παρελθόν-, αλλά από το μέγεθος του μισθού τους. Και στην Αμερική, περισσότερο από τις πολλές άλλες εύπορες χώρες, το μέγεθος του μισθού σου συνδέεται στενά με το μέγεθος του μισθού του πατέρα σου.
Η οικονομική ανισότητα δεν αποτελεί εγγενώς φυλετικό ζήτημα, ενώ η αυξανόμενη ανισότητα θα ήταν ανησυχητική ακόμη κι αν δεν είχε φυλετική διάσταση. Όμως έτσι όπως είναι η αμερικανική κοινωνία, υπάρχουν φυλετικές επιπτώσεις στον τρόπο που ανοίγει η ψαλίδα των μισθών.
Τη δεκαετία του 1960, υπήρχε η διαδεδομένη άποψη ότι παύοντας τις εμφανείς διακρίσεις των μειονοτικών ομάδων, αυτό θα βελτίωνε το νομικό τους καθεστώς. Και στην αρχή, αυτό φαινόταν να συμβαίνει. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, σημαντικός αριθμός μαύρων οικογενειών μεταπήδησαν στην μεσαία τάξη και ακόμη και στην μεγαλομεσαία τάξη. Το ποσοστό των μάυρων νοικοκυριών στο ανώτερο 20% της κατανομής εισοδήματος σχεδόν διπλασιάστηκε.

Γύρω στη δεκαετία του 1980, όμως, η σχετική οικονομική θέση των μαύρων σταμάτησε να βελτιώνεται. Γιατί; Ένα σημαντικό μέρος της απάντησης είναι βέβαια ότι γύρω στο 1980 οι εισοδηματικές ανισότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες σημείωσαν δραματική αύξηση, μετατρέποντάς μας σε μια κοινωνία πιο άνιση από ό,τι οποτεδήποτε μετά τη δεκαετία του 1920.
Σκεφτείτε την κατανομή εισοδήματος σαν μια σκάλα, με διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικά σκαλοπάτια. Ξεκινώντας περίπου τη δεκαετία του 1980, τα σκαλοπάτια άρχισαν να απομακρύνονται το ένα από το άλλο, επηρεάζοντας αρνητικά με δύο τρόπους την οικονομική πρόοδο των μαύρων. Πρώτον, επειδή πολλοί μαύροι βρίσκονταν ακόμη στα χαμηλότερα σκαλοπάτια έμειναν πίσω καθώς το εισόδημα στην κορυφή της σκάλας εκτινάχθηκε, ενώ εκείνο κοντά στη βάση της βάλτωσε. Δεύτερον, καθώς τα σκαλοπάτια απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο, έγινε πιο δύσκολο να ανέλθει κανείς.
Αν και η Αμερική θεωρείται χώρα των ευκαιριών, οι πιθανότητες κάποιος που γεννιέται σε μια οικογένεια χαμηλού εισοδήματος να καταλήξει να έχει μεγάλο εισόδημα ή το αντίστροφο είναι σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι στον Καναδά ή στην Ευρώπη.
Και υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι η χαμηλή οικονομική μας κινητικότητα σχετίζεται με τα υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Άλαν Κρούγκερ, επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου, έδωσε μια σημαντική ομιλία σχετικά με την εισοδηματική ανισότητα, παρουσιάζοντας μία σχέση την οποία αποκάλεσε «καμπύλη του Μεγάλου Γκάτσμπι». Όσο μεγαλύτερη ανισότητα παρατηρείται σε μία κοινωνία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο η οικονομική κατάσταση κάθε ατόμου εξαρτάται από εκείνη των γονιών του. Και, όπως υπέδειξε ο Κρούγκερ, αυτή η σχέση δείχνει ότι στην Αμερική του 2035 θα υπάρχει μικρότερη οικονομική κινητικότητα από ό,τι παρατηρείται σήμερα, ότι θα είναι ένα μέρος στο οποίο οι οικονομικές προοπτικές των παιδιών θα αντανακλούν σε σημαντικό βαθμό την τάξη στην οποία γεννήθηκαν.
Αυτή δεν είναι μια προοπτική την οποία θα έπρεπε να αποδεχτούμε υποχωρητικά.
Ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα Μιτ Ρόμνι λέει ότι αν πρέπει να συζητήσουμε την εισοδηματική ανισότητα, αυτό πρέπει να γίνει να γίνει μόνο «κεκλεισμένων των θυρών». Υπήρχε μια εποχή που ο κόσμος έλεγε το ίδιο για τη φυλετική ανισότητα. Παρόλα αυτά, ευτυχώς, υπήρξαν άνθρωποι σαν τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που αρνήθηκαν να παραμείνουν σιωπηλοί. Και σήμερα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους. Διότι είναι γεγονός ότι η αυξανόμενη ανισότητα απειλεί να κάνει την Αμερική ένα διαφορετικό και χειρότερο μέρος από ό,τι είναι – και πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή την τάση για να διατηρήσουμε τόσο τις αξίες όσο και τα όνειρά μας.