Ο,τι απέµεινε από το ΠαΣΟΚ συνοψίζεται στις αποστροφές των δύο µοιραίων ανδρών του, προέδρου και αντιπροέδρου του: «Λεφτά υπάρχουν», «Ολοι µαζί τα φάγαµε». Αυτοί όµως οι µοιραίοι άνδρες, που δεν ξέρουν τι να το κάνουν, µοντάρισαν προσεχτικά τις κοµµατικές διαδικασίες, όπως οι φυσιοδίφες τα κοκαλάκια από σκελετό δεινόσαυρου. Αλλά η εξέλιξη των ειδών τούς ξεπέρασε. Και οι δηλώσεις τους – κάτι για «καθήκον», κάτι για «καταστατικό» – ακούγονται σαν µαγνητοφωνηµένα µουγκρητά στο µουσείο Φυσικής Ιστορίας του Εθνικού τους Συµβουλίου. Η Ελλάδα καταρρέει και αυτοί, µαζί µε τους κατ’ εξακολούθηση δελφίνους, αυτο-ικανοποιούνται παρέα µε τους ικανοποιηµένους από τα ποσοστά αυτοαπασχολούµενους νεοδηµοκράτες. Ο κόσµος άλλα περιµένει: ένα ταρακούνηµα από τα κάτω. Εκείνο το «eros effect» όπως το αποκαλούν, που θα επαναφέρει το κατασυκοφαντηµένο: «Ας είµαστε ρεαλιστές. Να ζητήσουµε το αδύνατο». Αντεστραµµένη αυτή η σύγχρονη κατηγορική προστακτική ακούγεται σαν: «Ας είµαστε ουτοπιστές. Να ζητήσουµε τον ρεαλισµό». Ρεαλισµός δεν είναι ασφαλώς τα κανιβαλικά σχέδια των δανειστών µας, ούτε η κρυφή ατζέντα των εργοδοτών για τους µισθούς, ούτε οι παιάνες της Αριστεράς στην απ’ έξω, ούτε η σωτηρία της επιστρο φής στα γιασεµιά και στη δραχµή, που ίσως να θέλουν ο Σαµαράς και ο Λαζαρίδης, αλλά ένας τρόπος ζωής που απαντά στο ουτοπικό και εξίσου πραγµατιστικό ερώτηµα: «Πώς µπορεί κανείς να είναι κάτι περισσότερο από ενσαρκωτής ενός ρόλου σε ένα ήδη γραµµένο σενάριο;». Να µην είναι δηλαδή απλά «άνθρωπος» αλλά κάποιος που αναγνωρίζει πως, ενώ κανένα συναίσθηµα αλληλεγγύης δεν είναι έµφυτο, ο ίδιος γίνεται εχθρός της αδικίας.
∆ιάβαζα στο κυριακάτικο «Βήµα» την προτροπή του Ζίζεκ: «Να δώσουµε κόκκινο µελάνι σε όσους νιώθουν ελεύθεροι επειδή τους λείπει η γλώσσα για να αρθρώσουν την ελευ θερία τους». Εγώ γράφω ακόµη µε µαύρο µελάνι τα κείµενά µου. Και αν διαφωνώ µε τους κολεγιόπαιδες του Γέιλ και του Πρίνστον είναι γιατί διαβάζω καλύτερα από αυτούς τον δάσκαλό τους: «Ονοµάζω είρωνες όσους δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά, διότι πάντα έχουν επίγνωση ότι οι όροι µε τους οποίους περιγράφουν τον εαυτό τους υπόκεινται σε αλλαγές (…) Ανησυχούν µήπως η διαδικασία της κοινωνικοποίησης που τους έκανε ανθρώπους, δίνοντάς τους µια γλώσσα, τους έδωσε µια λάθος γλώσσα και, άρα, τους έκανε λάθος ανθρώπους» (Ρ. Ρόρτι).
Ο κ. Γιώργος Βέλτσος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ