Για την περασµένη χρονιά πρόκειται και για τα χρέη που φορτώνει στην προϊούσα, δίσεχτη έτσι κι αλλιώς, αυτό τα λέει όλα. Χρέη προπάντων οικονοµικά και πολιτικά, που επιβαρύνουν όµως και το υπόλοιπο του πολιτισµού µας, τις τέχνες και τα γράµµατα. Πράγµα που φάνηκε και στον µεροληπτικό εορτασµό για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ελύτη και άλλα τόσα από τον θάνατο του Παπαδιαµάντη, σπρώχνοντας άδικα στο περιθώριο τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Στρατή Τσίρκα. Στον οποίο θα επανέλθω, αφορµισµένος και από το γιορτινό τεύχος του Μορφωτικού Ιδρύµατος της Εθνικής Τραπέζης. Τίτλος του: «Το Εικοσιένα στη νεοελληνική πεζογραφία». Παρένθετος υπότιτλος: «Σολωµός και Μακρυγιάννης». Πρόκειται για ανέκδοτο κείµενο: «οµιλία που διαβάστηκε στην Πνευµατική Εστία Αλεξάνδρειας, σε εκδήλωση της ελληνικής κοινότητας, για τον εορτασµό της 25ης Μαρτίου 1947», καταπώς σηµειώνει ο ∆ιονύσης Καψάλης στον άψογο πρόλογο.
Προτού ωστόσο σχολιάσω, µε τον τρόπο µου, το γενναίο αυτό ντοκουµέντο µιας εµφύλιας εποχής, µεσολαβεί σύντοµος επίλογος για τις άλλες δύο επετειακές εκδηλώσεις της περασµένης χρονιάς, κατεξοχήν εγκωµιαστικές, που άφησαν όµως µετέωρες κάποιες, εύλογες κατά τη γνώµη µου, απορίες. Σ’ αυτή την άβολη τροχιά εντοπίζονται κάποια κρίσιµα σήµατα της ποιητικής ιδιοφυΐας του Οδυσσέα Ελύτη, τα οποία παραµένουν, όσο βλέπω, ασχολίαστα. Οπως η συχνή (µεταφορική προφανώς) εγωτική σύνταξη του ποιητικού του λόγου, τόσο σε αντωνυµικό όσο και σε ρηµατικό επίπεδο. Κι από κοντά πηγαίνει ο πολυσύχναστος γνωµικός τρόπος, ο οποίος λειτουργεί συνήθως ως ενισχυτής της ποιητικής ιδεολογίας.
Το τρίτο σήµα είναι ίσως πιο σηµαντικό. Αναγνωρίζεται στην υψηλόφρονη ποιητική γλώσσα του Ελύτη (προπάντων στις µεγάλες συνθέσεις), που ο ίδιος ο ποιητής την ονόµασε «πρισµατική», παίρνοντας αποστάσεις από την «επίπεδη», όπως δηλώνει, γλώσσα του Καβάφη και του Σεφέρη. ∆ιάκριση µάλλον παρεξηγήσιµη, που δικαιολογεί επιφυλάξεις, φτάνει να µην είναι µίζερες και κοµπλεξικές.
Ανάλογη αµηχανία προκαλούν και οι υπερβολικοί επετειακοί έπαινοι για την ποιητική πεζογραφία του Παπαδιαµάντη. Τους εγκαινίασε, όσο βλέπω, γενναιόδωρα ο Μαλακάσης, µιλώντας µάλιστα απερίφραστα: «Ο Παπαδιαµάντης! Αυτός είναι ο µεγαλύτερος ποιητής µας […] Είναι ο µόνος που κατόρθωσε να δώσει υποβολή στον πεζό λόγο.[…] Είναι περισσότερο ποιητής από όλους µας». Απόφαση που την προσυπέγραψε και ο Κώστας Βάρναλης (συνεργάστηκε, ως γνωστόν, µε τον Παπαδιαµάντη τέσσερα χρόνια στην ίδια εφηµερίδα), επικυρώνοντας τη «δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση» και υπερθεµατίζοντας πως πρόκειται για «τον µεγαλύτερο έλληνα ποιητή.» ∆εν θα επιµείνω. Αισθάνοµαι ωστόσο πως η υπερτίµηση της ποιητικής γλώσσας του Παπαδιαµάντη (προσωπικά πιστεύω πως πρόκειται µάλλον για ρυθµική καλλιφωνία) υποβαθµίζει άλλες σηµαντικότερες όψεις της διηγηµατικής του ευφορίας. Λόγου χάριν: τη δαιµονολογική του ευαισθησία, τον παιδόφιλο ερωτισµό του και προπαντός την πυκνή ονοµατολογία του: ανθρωπωνύµια, τοπωνύµια, αγιωνύµια, µε τα οποία ζωογονείται ο κλειστός κόσµος της σκιαθίτικης ενδοχώρας.
Τραβώντας λίγο ακόµη το σχοινί, προσθέτω πως δεν ωφελεί καλά και σώνει ο ασύγκριτος έπαινος για επιφανή πρόσωπα και έργα της λογοτεχνίας µας, ευνοώντας τη µυθοποίηση. Αντίθετα πιστεύω ότι η ποιητική ακεραιότητα του Οδυσσέα Ελύτη καθόλου δεν προσβάλλεται, ούτε βέβαια διαβάλλεται, αν αναζητηθούν και µελετηθούν συστηµατικά οι νεοελληνικές αφορµές, αναφορές και προβλέψεις της ποίησής του. Παράδειγµα οι ρηξικέλευθοι ασφαλώς Προσανατολισµοί , που πολλαπλώς ανταποκρίνονται, κατά τη γνώµη µου, στον προδροµικό Αλαφροΐσκιωτο του Αγγελου Σικελιανού, στον οποίο εξάλλου οφείλεται και η γενικότερη αναγωγή του ποιητικού λυρισµού του Ελύτη σε λυρικό βίο. Παράτολµη ίσως ακούγεται η πρόταση για διφορούµενη σύγκριση ανάµεσα στο ΑΣµα ηρωικό και πένθιµο του Ελύτη (1945), στον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου (1942) και (γιατί όχι;) στον Χάρη του Μανόλη Αναγνωστάκη (1944).
Μυθοποιητική εξάλλου ελέγχεται και η ασύγκριτη εκτίµηση του Παπαδιαµάντη, προκειµένου να αναδειχθεί η αφηγηµατική του υπεροχή, συγκρίσιµη µόνον µε το µέγεθος ενός Ντοστογιέφσκι. Σε σηµείο που επισκιάζεται από τους φανατικούς θαυµαστές του ακόµη και ο Βιζυηνός, παραγνωρίζεται ο «αυτοκτονικός» Μητσάκης αλλά και ο οµότεχνος (ενίοτε και οµόγλωσσος) Ανδρέας Καρκαβίτσας, ενώ εξαφανίζεται ο κάπως νεότερος ∆ηµοσθένης Βουτυράς, που δίκαια τον ξεχώρισε ο Στρατής Τσίρκας. Αυτά και άλλα συγκρίσιµα µεγέθη θα καθιστούσαν πιστεύω πειστικότερο το λογοτεχνικό κύρος του Παπαδιαµάντη, ο οποίος έτσι κι αλλιώς έχει πολιτογραφηθεί από τον Ελύτη ισότιµος µε τον Σολωµό.
Τα υπόλοιπα την άλλη Κυριακή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ