Την αμαρτία την ομολογούμε: το θέαμα με τα απλωμένα πασούμια, τους πιστούς στα γόνατα, ηχητική υπόκρουση τον ιμάμη και φόντο το άγαλμα του Κοραή δεν μας συναρπάζει. Λίγοι τολμούν να το δηλώσουν ανοιχτά, ότι ταράζονται από τη δημόσια προσευχή, ακόμη λιγότεροι τολμούν να διατυπώσουν επιφυλάξεις για την εξάπλωση του μουσουλμανισμού στην Ευρώπη. Εκείνοι που εκδηλώνονται με πάθος είναι κατά κανόνα γραφικοί, οπαδοί της εθνικής καθαρότητας, ακραία στοιχεία της Ορθοδοξίας.

Η τελευταία εκδήλωση χριστιανικού πάθους αφορά την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας 10 πολιτών με προεξάρχοντα την μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, γνωστό για την μισανθρωπία που επιδεικνύει σε όσους αποκλίνουν από όσα εκείνος θεωρεί σωστά. Οι 10 επιχειρούν να ματαιώσουν την ανέγερση τεμένους στην περιοχή του Βοτανικού. Ζητούν να χαρακτηριστεί ο νόμος που προβλέπει την κατασκευή του «πλήρως αντισυνταγματικός και ανθελληνικός».

Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε πρώιμο στάδιο συζήτησης για τη συνύπαρξη με τον μουσουλμανισμό οπότε τα συμπεράσματα προκύπτουν από μπούσουλα. Η ανοιχτή αγκαλιά στο ισλάμ δηλώνει ταυτόχρονα ανοχή στο ξένο, στήριξη στη φτώχια, διευρυμένους πολιτισμικούς ορίζοντες, διάθεση για κοινωνικές αλλαγές, άρα προοδευτισμός, άρα Αριστερά. Η επιφύλαξη πάει πακέτο με τη σημαία, τον εθνικό ύμνο, τα συστήματα συναγερμού, την υπεράσπιση της καθημερινότητας, άρα συντηρητισμός, άρα Ακροδεξιά. Οποιαδήποτε διαφωνία με την μουσουλμανική κουλτούρα διυλίζεται από τα προαναφερθέντα μοντέλα.

Ακόμη κι αν το θέμα είναι η γυναικεία χειραφέτηση. Σε ένα τόσο ανώριμο περιβάλλον είναι δύσκολο να πει κανείς ότι η υποχρέωση να φορά μαντήλα μια κοπελίτσα είναι κάτι ανελεύθερο και καταπιεστικό: κατά κανόνα δεν έχει περιθώριο επιλογής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορεί να πει κανείς ότι η επιλογή «παρθενία ή θάνατος» είναι αυτό που έχουμε στο μυαλό μας όταν φανταζόμαστε έναν προοδευτικό κόσμο.

Οποιοσδήποτε αναφέρεται στην ευρωπαϊκή εμπειρία (κυρίως τη γαλλική) κινδυνεύει να απομονωθεί. Κι όμως είναι καλό να βλέπουμε πώς βιώνουν τη κατάσταση εκείνοι που έχουν βιώσει περισσότερο καιρό το ζήτημα. Κυκλοφορεί βίντεο από μια αντιπαράθεση σε παρισινό δρόμο: ένας μουσάτος με το παλτουδάκι του σταματά κάποιον περαστικό στο δρόμο και απαιτεί να σβήσει το τσιγάρο, γιατί σε εκείνο το δρόμο λίγο αργότερα έχει προγραμματιστεί προσευχή. Τι θέλουμε να πούμε: δίδεται μια πολιτισμική μάχη που δεν έχει να κάνει με το Θεό αλλά με τον τρόπο ζωής.

Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι είναι παράλογο να στερούνται οι αλλόθρησκοι τον τόπο της προσευχής σε μια χώρα που οι περισσότεροι κάτοικοι είναι θρησκευόμενοι. Απλώς δεν ενδείκνυται ο μαξιμαλιστικός χειρισμός του θέματος, δηλαδή να χτιστεί ένα πελώριο τζαμί σε αραιοκατοικημένη, απαξιωμένη περιοχή. Με το τζαμί στον Ελαιώνα πάμε γυρεύοντας για γκέτο ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι μουσουλμάνοι δεν έχουν καμία, μα καμία όρεξη να ενσωματωθούν.

Λειτουργούν δεκάδες χώροι λατρείας, ας αναγνωριστούν ορισμένοι επισήμως ώστε να διασκορπιστεί ο πληθυσμός. Μπορούν επίσης να μπουν ορισμένοι κανόνες. Δηλαδή δεν μπορούν να επιτρέπονται τελετές αυτομαστίγωσης στο δρόμο, να χτυπιούνται σιίτες με λεπίδια κάτω από μπαλκόνια του Πειραιά και να κυκλοφορούν στάζοντας αίματα.

Το ερώτημα είναι γιατί αφήνουμε τα ακραία στοιχεία να πρωταγωνιστούν σε μια συζήτηση που αφορά πρωτίστως τον πολιτισμό. Είναι ανάγκη να βγαίνει μπροστά ο μητροπολίτης Σεραφείμ; Είναι σαν παίρνουν θέση μάχης τα λεπίδια της Ασούρα απέναντι στα χριστιανικά φραγγέλια.