Η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ και η υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος ήταν ένα σηµαντικό ορόσηµο στη µεταπολεµική ιστορία, που επικύρωσε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το γεγονός αυτό διαµόρφωσε µια νέα πραγµατικότητα στην οποία έπρεπε να προσαρµοστούµε για να εκµεταλλευθούµε τις µεγάλες ευκαιρίες που δηµιουργούσε ένα ισχυρό διεθνές νόµισµα.

Με την υιοθέτηση του ευρώ (αλλά και κατά τη διάρκεια της προετοιµασίας για την είσοδο στην ΟΝΕ) η χώρα µας πέτυχε σηµαντική αποκλιµάκωση του πληθωρισµού, η οποία συνέβαλε στην αύξηση των επενδύσεων και στην επιτάχυνση του ρυθµού οικονοµικής ανάπτυξης. Παράλληλα, ενισχύθηκε σηµαντικά η πρόσβαση του Ελληνικού ∆ηµοσίου στις αγορές οµολόγων, ενώ µειώθηκε ουσιαστικά και το κόστος χρηµατοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, µε αποτέλεσµα να ενισχυθούν οι επενδύσεις αλλά και η κατανάλωση.

Τέλος, µε την εξάλειψη του συναλλαγµατικού κινδύνου, η συµµετοχή στο κοινό νόµισµα επέφερε µείωση του κόστους για το εµπόριο και τις επενδύσεις. Αποτέλεσµα αυτών των αλλαγών ήταν η ισχυρή ανάπτυξη, που διήρκεσε περίπου µία δεκαετία.

Ωστόσο τα µεγάλα οφέλη πουαπεκόµισε η χώρα από τη συµµετοχή στη ζώνη του ευρώ υπονοµεύθηκαν από αστοχίες καιπαραλείψεις της οικονοµικής πολιτικής, η οποία δενέλαβε σοβαρά υπόψη τανέα δεδοµένα που επέβαλλε η υιοθέτηση κοινής νοµισµατικής πολιτικής.

Η σηµαντικότερη από τις αλλαγές αυτές ήταν ότι, µε δεδοµένη τη νοµισµατική πολιτική, το βάρος για τη διόρθωση των ανισορροπιών ανελάµβανε πλέον εξ ολοκλήρου η δηµοσιονοµική και διαρθρωτική πολιτική.

Αυτό ήταν άλλωστε και το νόηµα του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που απετέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της συµµετοχής στη ζώνη του ευρώ. Αντί όµως για δηµοσιονοµική πειθαρχία που επέβαλλε το Σύµφωνο, επελέγη – από διαδοχικές κυβερνήσεις – η χαλαρότητα, η οποία συνιστούσε παράβαση των όρων συµµετοχής της χώρας στην ευρωζώνη και για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα τέθηκε δύο φορές στη διαδικασία υπερβολικού ελλείµµατος.

Το δεύτερο σηµαντικό θετικό δεδοµένο που δεν αξιοποιήσαµε ήταν η εξάλειψη του συναλλαγµατικού κινδύνου, η οποία έδινε µεγάλα περιθώρια για τη µείωση του κόστους συναλλαγών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση επενδύσεων. Αυτά όµως προϋπέθεταν ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές για τη βελτίωση της παραγωγικότητας, οι οποίες δεν έγιναν, µε αποτέλεσµα να επικρατήσει η αντίστροφη τάση: Σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΤΤΕ, την εννεαετία 2001-2009 η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας έναντι 28 εµπορικών εταίρων της είχε υποχωρήσει σωρευτικά κατά 18,7% βάσει των σχετικών τιµών καταναλωτή και κατά 31,9% βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος.

Οι καθυστερήσεις και οι αποτυχίες στους δύο παραπάνω τοµείς, τον δηµοσιονοµικό και τον διαρθρωτικό, οδήγησαν στα δίδυµα ελλείµµατα που απετέλεσαν και την κύρια γενεσιουργό αιτία της σηµερινής κρίσης.

Στη φάση όπου βρισκόµαστε σήµερα δεν υπάρχει άλλη επιλογή: πρέπει τώρα να αντιµετωπίσουµε τα αίτια που µας οδήγησαν στην κρίση και να δηµιουργήσουµε προϋποθέσεις για µια νέα αναπτυξιακή πορεία, αυτή τη φοράστηριγµένη σε υγιείς βάσεις.

Στην πορεία αυτή η συµµετοχή στο ευρώ και η στενή συνεργασία µε τους ευρωπαίους εταίρους είναι ο µόνος δρόµος που µπορεί νααποτρέψει ανεξέλεγκτες εξελίξεις οι οποίες θα οδηγούσαν την οικονοµία δεκαετίες πίσω. Η παραµονή στη ζώνη του ευρώ και η συνδιαµόρφωση µε τουςευρωπαίους εταίρους των νέων όρων λειτουργίας της αποτελούν σήµερα ύψιστο εθνικό καθήκον.

Ο κ. Γιώργος Α. Προβόπουλος είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ