Η υπόθεση του ηγουμένου Εφραίμ της Μονής Βατοπαιδίου εισέβαλε ξανά δυναμικά στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά με τις αντιδράσεις και τις πολλές ενστάσεις που προκάλεσε η απόφαση του Εφετείου για την προφυλάκισή του.
Δυό είναι οι βασικότερες: Η πρώτη, η συνωμοσιολογική, που λέει ότι κάποιοι σχεδίασαν την προφυλάκισή του Χριστουγεννιάτικα για να πληγώσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα και η δεύτερη, πιο αληθοφανής, που θέτει το ερώτημα: «τον ηγούμενο βρήκαν να βάλουν στη φυλακή όταν τόσοι και τόσοι εμπλεκόμενοι σε σκάνδαλα, πολιτικοί και επιχειρηματίες, κατηγορούμενοι για βαρύτερα κακουργήματα είναι ελεύθεροι και απολαμβάνουν ασυλίας;»
Και οι δύο εκδοχές είναι σε μεγάλο βαθμό αστήρικτες. Για την πρώτη δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι υπάρχουν σκοτεινές δυνάμεις που επιβουλεύονται την Ορθοδοξία μέσω της προφυλάκισης του ηγουμένου Εφραίμ.
Η δεύτερη επίσης δεν είναι υπερασπίσιμη, καθώς ένας μοναχός, που διεκδικεί ρόλο πνευματικού ηγέτη οφείλει πρώτος αυτός να αποδέχεται και να υφίσταται την εφαρμογή των νόμων.
Εκείνο που κανείς μπορεί να συζητήσει στην περίπτωση του ηγουμένου είναι αυτή καθεαυτή η εφαρμογή του μέτρου της προφυλάκισης. Και αν στην περίπτωσή του εξαντλήθηκε όλη η αυστηρότητα του δικαστηρίου.
Το συγκεκριμένο μέτρο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο καταγορούμενος είναι ύποπτος φυγής και ικανός να διαπράξει το αυτό αδίκημα. Στην προκειμένη περίπτωση λογικώς υποψία φυγής δεν υπήρχε, ούτε συνθήκες που θα επέτρεπαν επανάληψη του ιδίου αδικήματος.
Υπό αυτή την έννοια και οι κρίνοντες κρίνονται.
Τα υπόλοιπα, τα συνωμοσιολογικά και οι ακραίες αντιδράσεις διαφόρων θρησκόληπτων που διεκδικούν το ακαταδίωκτο των ρασοφόρων, δεν ταιριάζουν σε ανεπτυγμένες και συντεταγμένες κοινωνίες.