Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Αντώνης Σαμαράς είναι φανερό πια στον καθένα ότι χτίζει στρατηγική πολιτικής επικράτησης και κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να καταδείξει στην κοινή γνώμη ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν μας ταιριάζουν και ότι δεν μπορούν να χειρισθούν με αποτελεσματικότητα την κρίση.
Τεχνηέντως, λοιπόν, προσπαθεί να απαξιώσει την παρούσα κυβέρνηση ώστε να ενισχύσει την προοπτική αυτοδυναμίας του κόμματός του. Και μπροστά στον στόχο αυτό, υποκύπτει στις συνήθεις σειρήνες του λαϊκισμού, υποεκτιμώντας τον κίνδυνο και την απειλή επαναφοράς στις συνθήκες που είχαν επικρατήσει στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, όταν η χώρα όδευε προς την έξοδο από την ευρωζώνη. Και βεβαίως δεν είναι ο μόνος που υποεκτιμά αυτόν τον κίνδυνο. Συμβαίνει με τους περισσότερους της πολιτικής, του ΠαΣοΚ συμπεριλαμβανομένου και της Αριστεράς βεβαίως.
Είναι αλήθεια πάντως ότι ο κ. Σαμαράς δεν ήθελε από την αρχή τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Προτιμούσε τις εκλογές επειδή πίστευε και πιστεύει ότι έχει το προβάδισμα και ότι, όπως και να έλθουν τα αποτελέσματα, θα έχει τον πρώτο λόγο.
Δέχθηκε λοιπόν να συμμετάσχει στο παρόν κυβερνητικό σχήμα υπό την πίεση των γεγονότων και υπό το βάρος της επαπειλούμενης χρεοκοπίας. Γι’ αυτό και θέλησε να περιορίσει κατά το δυνατόν τόσο τον χρόνο, όσο και το έργο της. Επαναλάμβανε συνεχώς ότι πρόκειται για μεταβατική κυβέρνηση ειδικού σκοπού.
Ουσιαστικά θεωρούσε και θεωρεί ότι αυτή η κυβέρνηση συγκροτήθηκε για να ξεπεράσουμε τον σκόπελο της έκτης δόσης, να συμφωνήσουμε τη ρύθμιση των χρεών, τη δανειακή σύμβαση, με το ζόρι συμφώνησε σε εκείνο το «όσα απορρέουν από τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής» και πάντα σκεφτόταν να πάμε το γρηγορότερο σε εκλογές.
Θεμιτός στόχος μπορεί να πει κανείς για έναν πολιτικό.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει: γιατί δεν αφήνει τα πράγματα τα εξελιχθούν και να εξασφαλισθεί σχετική ομαλότητα στην ελληνική οικονομία πριν πάμε σε εκλογές;
Υποθέτουμε ότι μπορεί να αντιληφθεί ότι η χώρα δεν γίνεται να πάει σε εκλογές στις 19 Φεβρουαρίου. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να προκηρυχθούν οι εκλογές στις 20 Ιανουαρίου. Μέχρι τότε σχεδόν κανένας από τους ειδικούς σκοπούς αυτής της κυβέρνησης δεν θα έχει επιτευχθεί. Ούτε η ρύθμιση των χρεών θα έχει κλείσει, ούτε η δανειακή σύμβαση θα έχει καταρτισθεί, ούτε το οικονομικό πρόγραμμα που θα τη συνοδεύει θα έχει συμφωνηθεί. Και βεβαίως δεν θα έχει αξιολογηθεί η παρούσα προσπάθεια ώστε να προσφερθεί η μεγάλη δόση των 89 δισ. ευρώ, που θα εξασφαλίσει χρηματοδοτική κάλυψη της χώρας για τρία χρόνια.
Επίσης ο κ. Σαμαράς, αλλά και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί οφείλουν να γνωρίζουν ότι στις 15 Μαρτίου θα πρέπει η Ελλάδα να έχει στη διάθεσή της 15 δισ. ευρώ προκειμένου να αποπληρώσει λήξεις αντίστοιχου ύψους ομολόγων. Αν δεν έχουν κλείσει τα παραπάνω, πώς θα εξευρεθούν τα χρήματα αυτά; Και επιπλέον, όσοι πολιτικολογούν ασυστόλως δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ξένοι μας έδωσαν μια ευκαιρία ακόμη και έκτοτε θωρακίζονται για το ενδεχόμενο ακριβώς να μην εκμεταλλευθούμε αυτή την ευκαιρία. Ολες οι κινήσεις τους είναι προληπτικές, θέλουν να περιχαρακώσουν την Ελλάδα. Γι’ αυτό την αναδεικνύουν ως ξεχωριστή περίπτωση και επιπλέον δίδουν εργαλεία σε άλλες χώρες να ξεφύγουν από τη δίνη της κρίσης χρέους. Αν μείνουμε μόνοι και δεν κάνουμε τίποτε, θα μας αποκόψουν ως ιδιάζουσα περίπτωση, θα μας θυσιάσουν, δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν άλλο.
Ποιος άραγε μπορεί να διακινδυνεύσει ακόμη μια φορά την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη; Και όσοι παραγνωρίζουν την απειλή, μπορούν να σκεφθούν τις συνέπειες; Είναι έτοιμοι να σηκώσουν το βάρος μιας εθνικής απομόνωσης από τον σύγχρονο κόσμο; Μπορούν να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα θα γίνει η σύγχρονη Αλβανία του Χότζα;
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο κ. Σαμαράς είναι λογικός πολιτικός. Επιπλέον έχουμε εδραία πεποίθηση ότι αγαπάει την Ελλάδα. Και υποθέτουμε ότι τις επόμενες μέρες θα το δείξει εμπράκτως.