Με τον νέο νόµο για τα ΑΕΙ, πολλοί από τους πανεπιστηµιακούς που ζητούσαµε µεταρρυθµίσεις στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα διαφωνήσαµε και εκφράσαµε δηµόσια και µε επιχειρήµατα τη διαφωνία µας. Αλλοι από εµάς για το πνεύµα και το γράµµα, άλλοι µόνο για πολλά από τα αλλοπρόσαλλα γράµµατά του. ∆ιαφωνήσαµε επίσης ριζικά µε τους χειρισµούς της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και υποστηρίξαµε έναν διαφορετικό µεταρρυθµιστικό ρυθµό και τόνο που δηµιουργεί συναινέσεις µέσα στην πανεπιστηµιακή κοινότητα και της δίνει τη δυνατότητα να πάρει µέρος στις µεγάλες αλλαγές που απαιτούν οι επιστηµονικές εξελίξεις αλλά και οι καιροί για τα πανεπιστήµια. Αντ’ αυτού, για δύο ολόκληρα χρόνια το υπουργείο έριξε στη φωτιά όσο λάδι είχε και, όσο έµεινε αδιάθετο, συνεχίζει να το ρίχνει αφήνοντας στο έλεος της µεταρρύθµισής του τα πανεπιστήµια. Είναι φανερό ότι το παρόν της πολιτικής µε κεφαλαίο το Π ενδιαφέρει περισσότερο από το µέλλον της πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης. Είναι επίσης πιθανό ότι µε την πολιτική αυτή κατεδαφίζει το πανεπιστήµιο που ξέρουµε για να κτιστεί σε µια εποχή βαθιάς δηµοσιονοµικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης ένα άλλο πανεπιστήµιο που είναι στα χαρτιά και δεν υπάρχουν χρήµατα για να οικοδοµηθεί. Ακριβώς µε την ίδια πολιτική ανευθυνότητα που κυβέρνησαν τη χώρα από τη Μεταπολίτευση και µετά. Με την ίδια ανικανότητα που χειρίστηκαν τις τύχες µας τα δύο τελευταία χρόνια. Με τα ίδια υλικά, οι ίδιοι άνθρωποι plus.
Και εµείς οι πανεπιστηµιακοί τι κάνουµε; Πώς θα αποτρέψουµε τα χειρότερα; Κάνοντας εκκλήσεις για τη µη εφαρµογή του; Τροµοκρατώντας όσους πανεπιστηµιακούς δέχθηκαν να είναι µέλη των εφορευτικών επιτροπών για την εκλογή των συµβουλίων διοίκησης; Αρνούµενοι τη συµµετοχή µας στα νέα όργανα της διοίκησης; Καταγγέλλοντας για προ δοσία όσους θελήσουν να θέσουν υποψηφιότητα; Επιλέγοντας πρακτικές που προσβάλλουν τον ακαδηµαϊκό χαρακτήρα της δουλειάς µας; Οχι βέβαια. Αυτή είναι µια καταστροφική πολιτική, η άλλη όψη του νοµίσµατος µε την πολιτική που έχει επιλέξει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Είναι µια πολιτική που δεν αναιρεί τα σχέδια της κατεδάφισης. Αντίθετα τα διευκολύνει. ∆ιαµορφώνει τις συνθήκες για την άµεση και αµετάκλητη εφαρµογή τους. Ενα πανεπιστήµιο που φιλοξενεί ακραία φαινόµενα εκφοβισµού µελών της πανεπιστηµιακής κοινότητας, που συγκαλύπτει αντιδηµοκρατικές συµπεριφορές, που συµψηφίζει την παρανοµία των αποφάσεων του υπουργείου µε τη δική του παρανοµία είναι ένα ευάλωτο και θνησιγενές πανεπιστήµιο. Οι πανεπιστηµιακοί οφείλουµε να αντιδράσουµε θετικά για να υπερασπιστούµε το δηµόσιο δηµοκρατικό αλλά και ανοικτό σε µεταρρυθµίσεις πανεπιστήµιο. Να δεχθούµε ότι υπάρχει νόµος που ψηφίστηκε στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ότι µε αυτόν τον νόµο θα πορευθούµε διεκδικώντας µε επιχειρήµατα τις τροποποιήσεις εκείνες που θεωρούµε απαραίτητες. Αυτός ο νόµος είναι τώρα ο καµβάς. Να γυρίσουµε τη σελίδα µιας συνολικής άρνησης που είναι αδιέξοδη. Να µην πολιορκούµε τα πρυτανικά σχήµατα ενισχύοντας ακραίες τάσεις. Να πάρουµε µέρος στις εκλογές για τα συµβούλια διοίκησης των ιδρυµάτων και να φροντίσουµε να είναι νόµιµες και όσο πιο µαζικές γίνεται. Να στηρίξουµε τους/τις συναδέλφους που το ακαδηµαϊκό έργο τους και η στάση τους στα πράγµατα µας εµπνέουν εµπιστοσύνη, υπερβαίνοντας κοµµατικές περιχαρακώσεις. Να δηµιουργήσουµε συνθήκες διαλόγου για τα µεγάλα θέµατα που περιµένουν, τον Οργανισµό και τον Εσωτερικό Κανονισµό των Ιδρυµάτων, τον ανασχεδιασµό του πανεπιστηµιακού χάρτη. ∆εν υπάρχει άλλος δρόµος. Ας τον περπατήσουµε µε σύνεση και τόλµη.
Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο ΑΠΘ και υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας και Ερευνας της Δημοκρατικής Αριστεράς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ