1 Τηρώντας την παράδοση, η διµερής συνάντηση Μέρκελ – Σαρκοζί προηγήθηκε της κρίσιµης Συνόδου Κορυφής των ευρωπαίων ηγετών της 9ης Δεκεµβρίου προκρίνοντας την ενίσχυση της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας ως την κύρια οδό για την αποκλιµάκωση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, την ανάσχεση της µετάδοσής της στον πυρήνα της ευρωζώνης και τη µετάβαση σε µια δηµοσιονοµική ένωση. Μια αυξηµένη δηµοσιονοµική πειθαρχία, η οποία συνίσταται κυρίως α) στην κατοχύρωση των ισοσκελισµένων προϋπολογισµών και κανόνων για το χρέος, β) στην προέγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των εθνικών προϋπολογισµών (Ευρωπαϊκό Εξάµηνο), γ) στις αυστηρές κυρώσεις για τα δηµοσιονοµικά απείθαρχα κράτη-µέλη, κ.ά.
2 Η δηµοσιονοµική πειθαρχία σε µια νοµισµατική ένωση αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη µετεξέλιξη αυτής σε µια βιώσιµη δηµοσιονοµική ένωση. Για να λειτουργεί αποτελεσµατικά µια δηµοσιονοµική ένωση που θα διασφαλίζει την οικονοµική ευηµερία για όλα τα κράτη-µέλη της είναι απαραίτητη η θεσµική της θωράκιση µέσω: α) ενός µόνιµου µηχανισµού διαχείρισης κρίσεων, δηλαδή ενός Ευρωπαϊκού Νοµισµατικού Ταµείου (ΕΝΤ), το οποίο θα είναι το ύστατο καταφύγιο δανεισµού στην αγορά κρατικών οµολόγων και θα ενσωµατώνει έναν αξιόπιστο µηχανισµό ελεγχόµενης ανα διάρθρωσης χρέους µιας προβληµατικής χώρας-µέλους, β) της έκδοσης ενός κοινού ευρωοµολόγου που θα αναλάβει ένας νέος ευρωπαϊκός µηχανισµός διαχείρισης χρέους για να αποτρέψει µια µελλοντική κρίση δανεισµού. Οσον αφορά το πρόβληµα του ηθικού κινδύνου που προέρχεται από την ενοποίηση του ρίσκου, αυτό µπορεί να ξεπεραστεί µε ένα ευρωοµόλογο κλιµακωτού επιτοκίου, γ) της άµεσης θέσπισης της διαδικασίας υπερβολικής µακροοικονοµικής ανισορροπίας για τον καλύτερο συντονισµό των οικονοµικών πολιτικών της Ενωσης µε έµφαση στα πλεονάσµατα – ελλείµµατα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών και δ) της φορολογικής εναρµόνισης και της δραστικής ενίσχυσης του κοινοτικού προϋπολογισµού και µε νέους πόρους, που θα επιτρέψει τη λειτουργία ενός µηχανισµού µεταβιβαστικών πληρωµών για την αντιµετώπιση ασύµµετρων οικονοµικών διαταραχών στην Ενωση.
3 Θα πρέπει όµως να υπογραµµιστεί ότι, εδραιώνοντας σήµερα σε ένα υφεσιακό περιβάλλον µε υψηλά ελλείµµατα και χρέη αυστηρότερη δηµοσιονοµική πειθαρχία για ολόκληρη την ευρωζώνη, ελλοχεύει ο κίνδυνος δηµιουργίας µιας δηµοσιονοµικής ένωσης λιτότητας. Μια τέτοια Ενωση θα µπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταµένη ύφεση, µε τις εθνικές οικονοµίες να µπαίνουν διαδοχικά σε φαύλο κύκλο µέτρων λιτότητας – ύφεσης. Αλλωστε η πρόσφατη εµπειρία από τις µονόπλευρες πολιτικές λιτότητας που εφαρµόζονται σε ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας (µε ή χωρίς µνηµόνιο) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την αποτελεσµατικότητά τους. Οπως στην Πορτογαλία η µείωση του ελλείµµατος το 2011 κατά 3,2% του ΑΕΠ οδήγησε σε ύφεση 2,2% και σε απόκλιση από τους δηµοσιονοµικούς στόχους και στην απαίτηση για νέα µέτρα λιτότητας, λόγω του conditionality, ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και στην Ισπανία, όπου η µείωση του ελλείµµατος κατά 2,9% του ΑΕΠ οδήγησε σε παρόµοια αποτελέσµατα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η Ελλάδα, όπου το 2011 περιοριστικά µέτρα ύψους 22 δισ. ευρώ οδήγησαν σε µείωση του ελλείµµατος κατά µόλις 4 δισ. ευρώ και σε βαθιά ύφεση, η οποία αναµένεται να φθάσει το 6%. Η ύφεση αυτή βέβαια είναι αποτέλεσµα και της δυσανάλογης λιτότητας στα εισοδήµατα, που πραγµατοποιείται στην Ελλάδα µέσω των πολιτικών του µνηµονίου, η οποία φθάνει το 14% (δηλαδή περικοπές και φόροι ως ποσοστό του εισοδήµατος των νοικοκυριών) έναντι 5% στην Ισπανία και 7% στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία.
4 Συνεπώς, θεµελιώδες είναι το ερώτηµα γιατί µια εκτεταµένη δηµοσιονοµική προσαρµογή οδηγεί µόνο σε µικρή µείωση του ελλείµµατος. Η απάντηση είναι ότι η αναποτελεσµατικότητα της προσαρµογής οφείλεται και σε ένα λάθος τεχνικού χαρακτήρα. Αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι η δηµοσιονοµική προσαρµογή στοχεύει στη µείωση του συνολικού δηµοσιονοµικού ελλείµµατος, δηλαδή και του κυκλικού ελλείµµατος (που προκαλείται από τον οικονοµικό κύκλο), αντί του ορθού που είναι η στόχευση µόνο του διαρθρωτικού ελλείµµατος (που αποδίδεται σε διαρθρωτικές ανεπάρκειες). Με άλλα λόγια, το κυκλικό έλλειµµα δεν πρέπει να αποτελεί στόχο της προσαρµογής, αλλά πρέπει να αφεθεί να αυτοδιορθώνεται µέσα από τη µεγέθυνση της οικονοµίας. Αυτό το τεχνικό λάθος εξηγεί τον άνευ προηγουµένου υπερακοντισµό µέτρων στο µνηµόνιο της Ελλάδας: επιβάλλει µόνιµα περιοριστικά µέτρα για να µειώσει το κυκλικό έλλειµµα, προκαλώντας έτσι µεγαλύτερη ύφεση και άρα αύξηση του κυκλικού ελλείµµατος, κάνοντας τελικά µια «τρύπα στο νερό». Ας σηµειωθεί ότι, ακόµη και στην περίπτωση που η στόχευση της προσαρµογής είναι µόνο το διαρθρωτικό έλλειµµα (ή κυκλικά προσαρµοζόµενο έλλειµµα), δεν είναι εκ προοιµίου δεδοµένη η τελική επίδραση των περιοριστικών µέτρων, τόσο στο κλάσµα «έλλειµµα προς ΑΕΠ» όσο και στο κλάσµα «χρέος προς ΑΕΠ», µιας και η επίδραση είναι τόσο στον αριθµητή όσο και στον παρονοµαστή (λόγω της ύφεσης). Για να είναι επιτυχής η προσαρµογή (δηλαδή τα περιοριστικά µέτρα να επιφέρουν ανάλογη µείωση του ελλείµµατος ή του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ) θα πρέπει να ικανοποιείται η εξής συνθήκη: αναφορικά µε το χρέος, το γινόµενο του κλάσµατος «χρέος προς ΑΕΠ» επί τον δηµοσιονοµικό πολλαπλασιαστή θα πρέπει να είναι µικρότερο της µονάδας. Για παράδειγµα, αν το χρέος είναι 120% του ΑΕΠ και µια µείωση του ελλείµµατος κατά 1% του ΑΕΠ επιφέρει µείωση του ΑΕΠ κατά 1,5% (δηλαδή ο δηµοσιονοµικός πολλαπλασιαστής είναι 1,5), τότε η προσαρµογή είναι ανεπιτυχής, µιας και το κλάσµα «χρέος προς ΑΕΠ» θα αυξανόταν κατά 1,8 ποσοστιαίες µονάδες. Με βάση λοιπόν την πιο πάνω συνθήκη και τα σηµερινά δηµοσιονοµικά µεγέθη των χωρών της ευρωζώνης, τίθεται εν αµφιβόλω η αποτελεσµατικότητα της προτεινόµενης αυστηρής δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, αν δεν συνοδευθεί από αναπτυξιακά µέτρα, τα οποία θα αυξήσουν τον παρονοµαστή.
5 Συνοψίζοντας, δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να µη µετατραπεί η ευρωζώνη σε µια δηµοσιονοµική ένωση λιτότητας και υφεσιακής παγίδας: πρώτον, οποιαδήποτε προσπάθεια δηµοσιονοµικής πειθαρχίας θα πρέπει να γίνεται µε όρους του διαρθρωτικού ελλείµµατος και, δεύτερον, η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από αναπτυξιακές στρατηγικές τόσο σε διασυνοριακό επίπεδο όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί η ανάπτυξη αποτελεί τη βασική παράµετρο για την επίτευξη διατηρήσιµων πρωτογενών πλεονασµάτων και την εξασφάλιση της µακροχρόνιας βιωσιµότητας των δηµοσίων οικονοµικών των κρατώνµελών της ευρωζώνης.
O κ. Γιάννης Μουρμούρας είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και υφυπουργός Οικονομικών.