Αν ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου λειτουργούσε ως ηγέτης της Ελλάδας αντί να ενεργεί ως έπαρχος μιας χώρας «διεφθαρμένων» ημιβάρβαρων, ανίκανων και ακατάλληλων να είναι ευρωπαίοι πολίτες τους οποίους η… «πεφωτισμένη» ηγεσία του θα βάλει με το μαστίγιο στον «ίσιο δρόμο», οι διεθνείς εξελίξεις όπως και η χθεσινή τεράστια διαδήλωση του ελληνικού λαού θα του όπλιζαν το χέρι με ένα πολύ ισχυρό όπλο εν όψει της ερχόμενης Κυριακής, της καθοριστικής για το μέλλον της Ελλάδας και ίσως και της Ευρώπης. Γιατί αυτό που γίνεται εδώ, δεν αφορά πλέον μόνον εμάς τους Ελληνες. Κι αυτό το βλέπουν πια όλοι, πλην των δύο κυβερνήσεων, στην Αθήνα και το Βερολίνο.
Φυσικά, αυτό που γίνεται, μας αφορά πρωτίστως και στον οξύτερο βαθμό από κάθε άλλο λαό της Ευρώπης. Μα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο προπομπός εξελίξεων που με ταχύτητα και σφοδρότητα επέρχονται και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και ίσως όχι μόνον σε αυτές.
Όμως, ο «σοσιαλιστής» έλληνας πρωθυπουργός, του οποίου η κυβέρνηση εδώ και καιρό, εξόφθαλμα δε τώρα, δεν διαθέτει ούτε την ουσιαστική νομιμοποίηση, αλλά ούτε και την ικανότητα να εντάξει το ελληνικό πρόβλημα στην ευρύτερη πραγματικότητα, δεν έχει επιλέξει αυτό το δρόμο.
Αντιθέτως, έχει αποφασίσει ότι ο ρόλος του είναι να υποταχθεί πλήρως και άκριτα στο παράλογο και στο καταστροφικό. Και να το υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις μέχρις εσχάτων.
Ο κ. Παπανδρέου δεν μπορεί ακόμα και τώρα να δει ότι τόσο η διεθνής πραγματικότητα όσο – και κυρίως – ο ελληνικός λαός, του δίνουν τα μέσα για να συμπεριφερθεί ως εκλεγμένος ηγέτης ενός ευρωπαϊκού λαού.
Ευαγγελίζεται ακόμα και τώρα την πλήρη μέχρι θανάτου υποταγή του λαού του, αντί να οπλιστεί με τη δύναμη που ο ίδιος του δίνει.
Γιατί αυτό έκανε χθες ο ελληνικός λαός: του έδωσε τη δύναμη να πάει την Κυριακή στη Σύνοδο Κορυφής και να ανατρέψει τις καταστροφικές εξελίξεις, σε μια Ευρώπη που ελάχιστα πλέον απέχει από το να παραδεχθεί την ανάγκη ανατροπής αυτής της πολιτικής που γεννά την τραγωδία.
Όμως, ο κ. Παπανδρέου δεν επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτή την οργή, όπως και αδυνατεί να κατανοήσει τα βαθύτατα ρήγματα που ανοίγονται σήμερα μέσα στην καρδιά της Ευρώπης από τη γερμανική πολιτική. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του.
Αδυνατεί ακόμα και να διανοηθεί να πει στους Γερμανούς ότι αυτά που έγιναν προχθές στη Ρώμη και χθες στην Αθήνα προέρχονται από τον τρόπο που επιχειρούν να επιβάλλουν την πλήρη οριστική κυριαρχία τους. Ότι το άλλοθι του 0,7% απόκλισης στο έλλειμμα, δεν δικαιολογεί κατά κανένα τρόπο αυτή τη μαζική εξαθλίωση. Και ότι τα επερχόμενα γεγονότα εδώ και αλλού, δεν αποτρέπονται παρά μόνον με μια πραγματική πολιτική ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και ενοποίησης, που όχι απλώς δεν υπάρχει, αλλά που το Βερολίνο την αρνείται πεισματικά.
Ο κ. Παπανδρέου δεν μπορεί να δει την οργή ακόμα και του ίδιου του προέδρου της Γαλλίας που μίλησε προχθές για τις ευθύνες εκείνων που καταστρέφουν και διαιρούν και πάλι την Ευρώπη. Αδυνατεί να δει τον τρόμο που απλώνεται ήδη πάνω από την Ιταλία και την Ισπανία.
Όλα αυτά, ο κ. Παπανδρέου, ούτε τα αντιλαμβάνεται, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να τα χρησιμοποιήσει.
Όπως δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να αξιοποιήσει τη συνεχή, καθοριστικής σημασίας, εντονότατη αμερικανική στήριξη προς την Ελλάδα.
Αντίθετα, ο κ. Παπανδρέου, το μόνο που κάνει, είναι να αναζητεί διαρκώς άλλους ενόχους προκειμένου να κρύψει τη δική του ανεπάρκεια – η οποία άλλωστε εκδηλώθηκε απόλυτα δύο χρόνια τώρα ακόμα και σε αυτό που ανέλαβε να κάνει.
Κατήγγειλε ως ένοχο, από την πρώτη στιγμή, τον ίδιο το λαό που τον εξέλεξε. Κατηγορώντας τον – γεγονός πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά – ως διεφθαρμένο, περίπου όπου κι αν του δινόταν βήμα λόγου στην Ευρώπη και την Αμερική, όπως άλλωστε αντίστοιχα συχνά έπραξε και ο αντιπρόεδρός του κ. Θ. Πάγκαλος.
Το ίδιο ουσιαστικά έπραξε ακόμα και προχθές, όταν, έχοντας καλέσει υπό δραματικές και πάλι συνθήκες τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαρά, λίγο πριν τον συναντήσει, εξαπέλυσε ένα ακραίο υβρεολόγιο εναντίον του ιδίου αλλά και του κόμματος του οποίου εκείνος ηγείται. Μόλις λίγα λεπτά πριν!
Κάποιοι εισηγήθηκαν στον ηγέτη της Νέας Δημοκρατίας να μην αποδεχθεί αυτή τη συνάντηση – και επί της ουσίας είχαν απόλυτα δίκιο. Ορθώς όμως πήγε: στέρησε έτσι κάθε άλλοθι και κάθε προπαγάνδα και επέτρεψε στους πάντες να δουν τον τρόπο με τον οποίο έχει επιλέξει να λειτουργεί ο πρωθυπουργός. Για πολλοστή φορά όχι μόνον μακράν των ορίων της στοιχειώδους ευπρέπειας και της πολιτικής εντιμότητας, αλλά και ασφαλώς στα όρια του ίδιου του πολιτεύματος.
Πέραν των όσων απίθανων εξώκοσμων είπε προχθές στη Βουλή πριν από αυτή τη συνάντηση, χθες, για μια ακόμη φορά, τα άλλοθι αυτά του κ. Παπανδρέου, τα επικούρησαν, όπως και το καλοκαίρι, και εκείνοι που με βίαιο τρόπο αφέθηκαν με όλη τους την άνεση να προκαλέσουν το χαλασμό στο κέντρο της Αθήνας.
Τα απαράδεκτα επεισόδια της χθεσινής ημέρας, δεν λειτούργησαν ως τίποτε άλλο παρά ως εκφοβισμός για τις διαμαρτυρίες της σημερινής. Και, τελικά, ως μηχανισμός εξουδετέρωσης του μεγάλου όπλου της λαϊκής πίεσης που θα ήταν πολύτιμο για τον κ. Παπανδρέου την ερχόμενη Κυριακή, αν φερόταν ως έλληνας πρωθυπουργός. Οπλο, που, όμως, ο ίδιος δεν το θέλει.
Κι αυτό ακριβώς θα μπορούσε να πράξει και με τη στάση του κ. Σαμαρά και της Νέας Δημοκρατίας. Αν πραγματικά, όπως είπε, τον ήθελε δίπλα του στις Βρυξέλλες, θα μπορούσε να τον έχει. Γιατί εκείνος ανταποκρίθηκε, και μάλιστα όχι μία μόνο φορά, σε αυτή την πρόσκληση.
Φρόντισε όμως ο κ. Παπανδρέου να είναι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει: προέκρινε το οξύ διχαστικό υβρεολόγιο, αντί να προτάξει την ανάγκη αληθινής εθνικής συνεννόησης.
Γιατί μιλά διαρκώς για μια συναίνεση που στην πραγματικότητα δεν τη θέλει: η εξουσία του τρέφεται από τη σύγκρουση, με άλλοθι μια εθνική σωτηρία που πλην του ιδίου και της ομάδας του, στην οποία έχει πλέον πλήρως προσχωρήσει και ο κ. Βενιζέλος, ουδείς άλλος εδώ ή έξω αντιλαμβάνεται…
Όταν ανέλαβε, με κύριο όχημά του το συνειδητό μέγα ψεύδος «λεφτά υπάρχουνε», ο κ. Παπανδρέου έλεγε πολλά μεγάλα λόγια, που τα ΄χει πολύ εύκολα. Δήλωνε αντιεξουσιαστής στην εξουσία.
Οσοι γνωρίζουν καλά τον κ. Παπανδρέου, μειδιούσαν από τότε ακούγοντας τα περί αντιεξουσιαστή. Στις ιδιωτικές συζητήσεις τους δεν έκρυβαν, ακόμα και βασικοί υπουργοί της κυβέρνησής του, ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διατήρηση της εξουσίας του. Τώρα πια, βέβαια, δεν μειδιά κανείς. Ο βαθύς αυταρχισμός του δεν κρύβεται πια. Τώρα όλοι βλέπουν ότι ο «αντιεξουσιαστής» είναι αποφασισμένος να κρατήσει την εξουσία του, αυτή που ουσιαστικά του δίνουν πλέον η ίδια η κρίση και ευθέως το Βερολίνο, με κάθε τίμημα.
Κι είναι σε όλους ξεκάθαρο ότι θα επιχειρήσει να την κρατήσει με κάθε κόστος, χωρίς να υπολογίζει απολύτως τίποτα.
Ούτε μέλλον, ούτε πολίτευμα, ούτε λαό, ούτε χώρα.