Θεωρητικά, η ελληνική κοινωνία εµφανίζεται εξαιρετικά συµπαγής στις γενικές κατευθύνσεις της. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι ότι, ακόµη και µέσα σε µια τόσο σοβαρή κρίση, το 75%-77% των Ελλήνων δηλώνει (σε όλες τις δηµοσκοπήσεις και όπως αν τίθεται το ερώτηµα) ότι η χώρα οφείλει να µείνει « οπωσδήποτε » (άρα µε οιοδήποτε κόστος…) στην ευρωζώνη και στο ευρώ. Μόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 12%-14% έχει διαφορετική γνώµη.
Ακόµη και έτσι όµως όλα δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιµέτωπη µε ένα σχέδιο εκτροπής από τις συντεταγµένες της µεταπολιτευτικής ιστορίας της. Από την κοινοβουλευτική δηµοκρατία, από την κοινωνική οικονοµία της αγοράς, από τον ευρωπαϊκό προσανατολισµό, από την ανοιχτή κοινωνία, από το κράτος δικαίου…
Και αυτό επειδή µια σηµαντική µερίδα της παραδοσιακής Αριστεράς αντιλαµβάνεται την κρίση όχι ως εθνικό πρόβληµα αλλά ως µια ουρανόπεµπτη ευκαιρία για να εκτροχιάσει τη χώρα από τις βασικές στρατηγικές επιλογές της. Να αυξήσει το δικό της ειδικό βάρος. Να ανακτήσει έναν ηγεµονικό ρόλο στο επίπεδο των ιδεών και των προσανατολισµών. Να εξασφαλίσει την επιστροφή της στο πολιτικό προσκήνιο.
Για να εξασφαλίσει αυτές τις επιδιώξεις δίνει έναν πολιτικά ασυνείδητο, σχεδόν υστερικό και πάντως ξεδιάντροπο αγώνα, ακόµη και εναντίον του καλώς εννοούµενου συµφέροντος του τόπου.
Μιλάµε ουσιαστικά για έναν «τρίτο γύρο». Εναν εµφύλιο χαµηλής (ακόµη…) έντασης.Το σχέδιο εκτροπής εκδηλώνεται επίµονα και ποικιλοτρόπως.
Κυρίως, όµως, προωθείται µέσα από την πρόκληση ενός κλίµατος γενικευµένης ανοµίας και αναταραχής – ένα κλίµα µε προφανές πρόσχηµα αλλά όχι βαθύτερο αίτιο την κρίση…
Από τη µια πλευρά επιχειρείται µια συνεχής ακύρωση του κράτους, της νοµιµοποιητικής βάσης και των διοικητικών µηχανισµών του µέσα από διάφορες λεβέντικες προτροπές για «αντίσταση», «ανυπακοή» ή «αντεπίθεση ».
Σε κάθε ευκαιρία, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ προτρέπουν ανοιχτά στη µη καταβολή φόρων ή τελών – είναι η πρώτη φορά παγκοσµίως που µια Αριστερά αντιτίθεται στη φορολόγηση της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας! Επικαλούνται συνήθως µια αυτοπροσδιοριζόµενη, δική τους νοµιµότητα αλλά εκείνο που ουσιαστικά προσπαθούν είναι να καταργήσουν τη νοµιµότητα των αντιπάλων τους. Να αµφισβητήσουν τη γενική νοµιµοποίηση του δηµοκρατικού πλαισίου.
Από την άλλη, επιδιώκεται η βίαιη µονοπώληση του δηµόσιου χώρου.
Οι κυριότερες µορφές της είναι οι κάθε µορφής καταλήψεις σε σχολεία, πανεπιστήµια, τόπους εργασίας, ακόµη και δηµόσιους χώρους. Η παρεµπόδιση ή ο αποκλεισµός κάθε φυσιολογικής δραστηριότητας της κοινωνίας. Και εδώ το ζητούµενο δεν είναι το πρόσχηµα της αναταραχής (ελάχιστα ενδιαφέρει…) αλλά η αµφισβήτηση του δικαιώµατος και της υποχρέωσης των κρατικών µηχανισµών να επιβάλουν την τάξη και να αποκαταστήσουν τη νοµιµότητα.
Κλασικό παράδειγµα: οι καταλήψεις σχολείων. Ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένα συγκεκριµένο αίτηµα ή αφορµή για να καταλάβεις ένα σχολείο – τι να το κάνεις;
Οι καταλήψεις όµως υποκινούνται ακόµη και µε χρήση βίας από δυσαρεστηµένους εκπαιδευτικούς (δυσαρεστηµένους για όποιον λόγο µπορεί να υποθέσει ο καθένας…), από ανεγκέφαλους γονείς ή µη γονείς που δραστηριοποιούνται συνήθως για κοµµατικούς λόγους σε συλλόγους γονέων και από όσους πιτσιρικάδες έχουν προλάβει να κολλήσουν κοµµατικά ένσηµα ή απλώς γουστάρουν τον χαβαλέ.
Συνηθισµένα φαινόµενα, θα µου πείτε. Ναι. Το νέο στοιχείο είναι ότι όλοι οι προαναφερθέντες (µε την ανοιχτή υποκίνηση τουλάχιστον του ΚΚΕ…) αρνούνται το δικαίωµα στις σχολικές, εισαγγελικές και αστυνοµικές αρχές να αποκαταστήσουν την τάξη και να προστατεύσουν τη δηµόσια περιουσία και την εκπαιδευτική διαδικασία.
«∆εν θα κάνετε τα παιδιά µας χαφιέδες!» φώναζε στη Βουλή µια έξαλλη συνδικαλίστρια κάποιας οµοσπονδίας ή κάποιου συντονιστικού γονέων µε ένα πλακάτ που έλεγε «Κάτω τα χέρια από τα παιδιά µας», την ίδια στιγµή που ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Θ. Παφίλης και το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ απειλούσαν ανοιχτά την υπουργό Παιδείας µε «κλιµάκωση» των καταλήψεων.
Ανάλογα παραδείγµατα µε ανάλογα κρούσµατα βίας και εκφοβισµού θα µπορούσε να ανασύρει κανείς από τα πανεπιστήµια, όπου στην αµφισβήτηση της νοµιµότητας και στην υποδαύλιση της ανοµίας η αριστερή εκτροπή πετυχαίνει να συµβαδίζει µε τον ακαδηµαϊκό συντεχνιασµό. Η ακόµη και στα µέσα ενηµέρωσης, όπου η Αριστερά µετέρχεται όλες τις µεθόδους πίεσης και εκφοβισµού για να επιβάλει τη δική της ανάγνωση και παρουσίαση της πραγµατικότητας.
Με άλλα λόγια, η Αριστερά που ζούµε σήµερα έχει µακρινή µόνο σχέση µε αυτή που γνωρίζαµε τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια. Και σε επίπεδο ρητορικής. Και σε επίπεδο πρακτικής. Και κυρίως σε επίπεδο στόχων. Ακόµη και η πανηγυρική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη και του Βαβούδη (!) από το ΚΚΕ παραπέµπει στη χειρότερη εµφυλιοπολεµική λογική.
Ολα δείχνουν, δηλαδή, ότι έχουµε ένα νέο στοιχείο στο πολιτικό σκηνικό, µια υπαρκτή απειλή την οποία ουδείς πλέον δικαιούται να παρακάµπτει ή να αποσιωπά.
Και απέναντι στην οποία το ερώτηµα είναι ποια συνολική απάντηση θα ορθώσει η ελληνική κοινωνία – αν θέλει να παραµείνει κοινωνία ανοιχτή, ειρηνική και δηµοκρατική…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ