Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν προκαλεί καμία έκπληξη η αδυναμία της κυβέρνησης να βρει κάποια αποτελεσματική και κυρίως βιώσιμη λύση για την εργασιακή εφεδρεία. Ούτε βεβαίως, πολύ περισσότερο, γιατί σκοντάφτει η απόφασή της, που κατέστη και μνημονιακή δέσμευση, για τη μείωση του κράτους, το οποίο, παρά την κρίση, εξακολουθεί να αποτελεί ένα αδηφάγο τέρας.

Η μείωση του Δημοσίου, η αναμόρφωση των οργανισμών των υπουργείων και η δημιουργία ενός «επιτελικού κράτους» υπήρξε προγραμματική δέσμευση όλων σχεδόν των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Επί σχεδόν 30 χρόνια οι εκάστοτε υπουργοί Εσωτερικών τοποθετούσαν στην πρώτη θέση των προτεραιοτήτων τους την αναμόρφωση ή την επανίδρυση του κράτους.

Η πρώτη απόπειρα έγινε από τον Αναστάσιο Πεπονή, ο οποίος μάλιστα στον ιδρυτικό για το ΑΣΕΠ νόμο είχε συμπεριλάβει και ρύθμιση η οποία απαγόρευε οποιαδήποτε μετακίνηση προσωπικού χωρίς προηγούμενη κατάργηση των οργανικών θέσεων. Και αυτό γιατί διείδε ότι το κράτος γιγαντωνόταν επικίνδυνα και μετατρεπόταν σε έναν γίγαντα με πήλινα πόδια που απομυζούσε τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η ρύθμιση αυτή, παρά ταύτα, ουδέποτε κατέστη πράξη. Ακόμη και αυτός καθαυτός ο «νόμος Πεπονή», που καθιέρωνε ένα ευέλικτο, αδιάβλητο και αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων, είχε υποστεί ως το 2009 πάνω από 60 τροποποιήσεις που αλλοίωναν τη φιλοσοφία του, άνοιγαν «παραθυράκια» για ρουσφέτια και καθιέρωναν αδιαφανείς διαδικασίες.

Η ελπίδα όμως για την επανίδρυση του κράτους αποτελούσε πάντοτε μια ελκυστική προοπτική για τη διατήρηση της πολιτικής επιρροής και τη διαιώνιση στην εξουσία των δύο μεγάλων κυρίως κομμάτων. Το Μαξίμου μάλιστα επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε προχωρήσει ακόμη και στην κατάρτιση χάρτη με τις νέες δομές των υπουργείων, οι οποίες υποτάσσονταν στη λογική ότι κάθε Γενική Διεύθυνση θα είχε ως τρεις Διευθύνσεις και κάθε Διεύθυνση ως και τέσσερα τμήματα έτσι ώστε να εκλείψουν οι αλληλεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων του Δημοσίου.

Τα σχέδια αυτά, όμως, όπως και ανάλογα σχέδια όλων σχεδόν των υπουργών Εσωτερικών, οι οποίοι αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους έστελναν συνήθως μια επιστολή στους συναδέλφους τους και τους καλούσαν να προχωρήσουν σε οργανωτική αναδιάρθρωση των υπουργείων, παρέμειναν στα χαρτιά. Οι υπουργοί έγραφαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους αυτές τις αποφάσεις, τις οποίες κανένας υπουργός Εσωτερικών δεν μπορούσε να επιβάλει στην πράξη, παρά την εκπεφρασμένη πολιτική βούληση της κυβέρνησής του.

Οι λόγοι είναι απλοί: ο κάθε υπουργός, κατ΄αρχάς, έβλεπε και εξακολουθεί να βλέπει το υπουργείο του οποίου προΐσταται ως τσιφλίκι του. Δεύτερον, τα μέλη της κυβέρνησης δεν ήθελαν αλλά ούτε και μπορούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να συγκρουστούν με τις συνδικαλιστικές συντεχνίες των υπουργείων, παρ’ ότι ουδέποτε ως σήμερα ετέθη θέμα άρσης της μονιμότητας ή απόλυσης του προσωπικού των υπό κατάργηση ή συγχώνευση οργανικών μονάδων. Τρίτον, η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση των κομμάτων της εξουσίας για την αναμόρφωση του κράτους λειτουργούσε συνήθως ως πρόσχημα για την άλωση του κράτους από τον κομματικό τους μηχανισμό και το βόλεμα των «δικών μας παιδιών».