Σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη της χειρότερης δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης που έχει ζήσει η Ελλάδα μετά τον πόλεμο, οι Έλληνες φαίνεται να υπερασπιζόμαστε άκριτα το ευρώ, σαν να είναι ελληνική υπόθεση. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ακριβώς το αντίθετο.
Το Ευρώ, και όλες οι νομισματικές και οικονομικές πολιτικές που συνδέονται μαζί του εδώ και μία δεκαετία, αποτελούν το μοχλό αποδιοργάνωσης και απαξίωσης της ελληνικής οικονομίας και της παραγωγικής της βάσης. Μία μόνο μικρή επίσκεψη στη βιομηχανική ζώνη της Σίνδου στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες αποβιομηχανοποιημένες περιοχές, καθώς και στην ερημοποιημένη γεωργία, θα αποδείξουν ότι η κρίση που φαίνεται ότι ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2010, στην πραγματικότητα, προετοιμαζόταν και εξελισσόταν με μαθηματική ακρίβεια από τις αρχές της δεκαετίας.
Ένας από τους σημαντικότερους και αδιαμφισβήτητους παράγοντες αυτής της κρίσης απετέλεσε το χαμηλό κόστος των ευρωπαϊκών εισαγωγών- και αυτών από συνδεμένες χώρες – που μετά την εισαγωγή του ευρώ έγιναν εξαιρετικά φθηνές και ανταγωνιστικές απέναντι στην εθνική παραγωγή όλων των οικονομικών κλάδων, πλην των κατασκευών. Όσοι πίστευαν ότι το Ευρώ θα μάς προστατεύσει από τη νομισματική αστάθεια οδήγησαν αφελώς την ελληνική οικονομία σε έναν εξαιρετικά άνισο αγώνα απέναντι σε χώρες με εξαιρετικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, είτε αυτά ήταν τεχνολογικά και οργανωτικά, όπως της Γερμανίας, είτε το χαμηλό κόστος εργασίας, όπως είναι των γειτονικών βαλκανικών χωρών και άλλων αναδυόμενων οικονομιών.
Ταυτόχρονα, γνώριζαν οι ίδιοι, ότι η Ελλάδα δεν διέθετε, ούτε επρόκειτο να εφαρμόσει κανένα σοβαρό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και του κράτους το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, στο ελάχιστο, τα σοβαρά προβλήματα οργάνωσης, την εκτεταμένης διαφθορά και τη φοροδιαφυγή.
Η είσοδός μας στη ζώνη του Ευρώ, κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, μπορεί να θεωρηθεί ως το δεύτερο πιο ριψοκίνδυνο, επιπόλαιο και καταστροφικό ‘πρόγραμμα’ της νεώτερής μας ιστορίας μας, μετά τη Μικρασιατική εκστρατεία και, όπως είναι φυσικό, έχει, ως προς το μέγεθος, σχεδόν ισοδύναμες καταστροφικές συνέπειες στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Στρατιές ανέργων, διαλυμένες επιχειρήσεις, κατεστραμμένες οικογένειες, φτώχεια, μετανάστευση του καλύτερου ανθρώπινου δυναμικού και τέλος απονομιμοποίηση του δημοκρατικού καθεστώτος – μία διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με περιορισμό της κρατικής κυριαρχίας και των πολιτικών δικαιωμάτων. Το Ευρώ, αντίθετα, έχει ωφελήσει δυσανάλογα τις χώρες στη βόρεια ζώνη του Ευρώ που κυριαρχούν στο παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο, όπως είναι η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φιλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία κ.α. χώρες δηλαδή που υποστήριξαν την παραγωγική τους δυναμική και την ανταγωνιστικότητά τους, κυρίως στηριζόμενες στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Με αυτόν τον τρόπο το Ευρώ αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δεν είναι ένα πραγματικό κοινό νόμισμα , αλλά μάλλον ένα σύστημα διεύρυνσης της προϋπάρχουσας άνισης παραγωγικής διάρθρωσης της Ευρώπης.
Ο μακρόχρονος, χαμηλότοκος και ανεξέλεγκτος εσωτερικός δανεισμός προς την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες Μεσογειακές χώρες, μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, δεν ήταν παρά το όχημα συντήρησης και διεύρυνσης αυτών των διαδικασιών. Το σημερινό χρέος και η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας αποτελούν την απλή φυσική τους εξέλιξη.
Εάν το Ευρώ είναι πραγματικά επιθυμητό ως κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι χώρες που έχουν συγκεντρώσει πλεονάσματα θα πρέπει να στηρίξουν μία νέα οικονομική και νομισματική ισορροπία. Αυτή θα είναι το αποτέλεσμα μιας ισόρροπης ανάπτυξης καθώς θα πρέπει να γίνει δεκτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει μια μεσοχρόνια έξοδο από το Ευρώ, παράλληλα με την επιβολή ενός πραγματικού αναπτυξιακού (Ευρωπαϊκού) Προγράμματος που θα εξισορροπεί την αποανάπτυξη και θα αποτινάσσει ριζικά τα χρέη των τελευταίων δέκα ετών που πραγματοποιήθηκαν με την συνευθύνη και την υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων μας.
Ο αναγκαστικός δανεισμός και η αγωνία για την εξασφάλιση του σήμερα μέσω του μνημονίου δεν πρέπει, για τους λόγους αυτούς, να αποκρύβει και την καταστροφική συνεχιζόμενη επίδραση του ευρώ στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, αλλά ούτε και να οδηγεί στην υποτίμηση των συμφερόντων μας που βρίσκονται μεσοχρόνια εκτός της ζώνης του ευρώ, σε μία βαλκανική και Μεσογειακή οικονομική ζώνη που θα αναπτύσσεται παράλληλα προς το βορειο -ευρωκεντρικό πόλο της ΕΕ. Είναι φανερό ότι καμία άλλη νοτιευρωπαϊκή και μεσογειακή χώρα δεν πρόκειται να ωφεληθεί από το Ευρώ, αν δεν δημιουργηθεί άμεσα ένας αποτελεσματικός εξισορροπητικός αναπτυξιακός μηχανισμός, πράγμα απίθανο στις σημερινές πολιτικές συνθήκες στις οποίες οι χώρες της ευρωζώνης εφαρμόζουν τις γνωστές ‘ληστρικές’ μεθόδους σωτηρίας μας .
Η ανάδειξη αυτού του κεντρικού πλέον προβλήματος, μαζί με την αναγκαιότητα των σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών που καταγράφηκαν σε αυτήν την κρίση, αποτελούν τη βάση για μια πραγματική έξοδο από την τραγική κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, αποδεχόμενοι τελικά μία δεκαετία μεγάλων θυσιών που θα φέρουν όμως αποτέλεσμα, αφήνοντας στην άκρη την τραγική ψευδαίσθηση της σωτηρίας μας εντός της Ευρωζώνης.
Οι Έλληνες ειδικοί, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, αντί να χάνουμε πολύτιμο χρόνο στη διαμάχη υπέρ ή εναντίον του μνημονίου, στην υπεράσπιση ενός άκριτου ευρωκεντρισμού ή στην ιδεολογική απαξίωση της Ε.Ε., θα πρέπει να στύψουμε το μυαλό μας για να βρούμε το δικό μας δρόμο προς ένα νέο πραγματικό Ευρωπαϊκό στρατηγικό στόχο. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντική και η αποτίμηση των ευκαιριών που δίνουν οι σχέσεις με τους γείτονες μας με στόχο την δραστική μείωση των εξοπλισμών και την παράλληλη αξιοποίηση των φυσικών μας πόρων και του μεσογειακού περιβάλλοντος.
Ο κ. Σωτήρης Χτούρης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου