Το Βήμα/ The New York Times
Πίσω στο 1980, ακριβώς όταν η Αμερική έκανε την πολιτική της στροφή προς τη Δεξιά, ο Μίλτον Φρίντμαν «δάνεισε» τη φωνή του στην αλλαγή μέσα από την διάσημη τηλεοπτική εκπομπή «Free to Choose» («Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις»). Από επεισόδιο σε επεισόδιο, ο προσηνής οικονομολόγος ταύτισε την ελεύθερη οικονομία με την προσωπική επιλογή και δύναμη, ως ένα ελπιδοφόρο όραμα που θα απηχούσε και θα ενίσχυε ο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Αλλά αυτό ήταν τότε. Σήμερα το «ελεύθερος να διαλέξεις» έχει μεταβληθεί σε «ελεύθερος να πεθάνεις».
Όπως θα φαντάζεστε, αναφέρομαι σε αυτά που συνέβησαν κατά το ντιμπέιτ με το ρεπουμπλικανικό κόμμα για την προεδρία. Ο Γουόλφ Μπλίτζερ από το CNN ρώτησε τον βουλευτή Ρον Πολ τί θα έπρεπε να γίνει αν ένας 30χρονος άνδρας που έχει επιλέξει να μην πληρώνει ασφάλιση, ξαφνικά βρεθεί σε ανάγκη εξάμηνης εντατικής περίθαλψης. Ο κ. Πολ απάντησε, «Αυτή είναι η ελευθερία – το να παίρνεις τα ρίσκα σου». Ο κ. Μπλίτζερ επέμεινε ξαναρωτώντας αν «η κοινωνία θα έπρεπε απλώς να τον αφήσει να πεθάνει.»
Και το πλήθος ξέσπασε υποστηρίζοντας και φωνάζοντας «Ναι!»
Το περιστατικό αυτό προέβαλλε κάτι το οποίο πιστεύω πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως οι πολιτικοί αναλυτές: τη στιγμή αυτή, η αμερικανική πολιτική ουσιαστικά αφορά διαφορετικές ηθικές αξίες.
Και τώρα, υπάρχουν δύο πράγματα που θα πρέπει να μάθετε για την αντιπαράθεση Μπλίτζερ-Πολ. Το πρώτο είναι ότι αφότου επενέβη το κοινό, ο κ. Πολ ουσιαστικά προσπάθησε να αποφύγει την ερώτηση, ισχυριζόμενος ότι οι καλόκαρδοι γιατροί και διάφοροι δωρητές θα εξασφάλιζαν πάντα ότι ο κόσμος μπορεί να λάβει την περίθαλψη που χρειάζεται – ή τουλάχιστον θα το έκαναν αν δεν είχαν διαφθαρεί από το κράτος προνοίας. Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι μια φαντασίωση. Οι άνθρωποι που δεν έχουν τα χρήματα για την βασική ιατρική περίθαλψη, συχνά δεν μπορούν να βρουν πρόσβαση σε αυτήν, και πάντα έτσι γινόταν – ενώ μερικές φορές φθάνουν στο θάνατο λόγω αυτού.
Το δεύτεροι είναι ότι ελάχιστοι από αυτούς που πεθαίνουν λόγω έλλειψης ιατρικής περίθαλψης έχουν κοινά σημεία με τον υποθετικό άνθρωπο του κ. Μπλίτζερ, ο οποίος θα μπορούσε και θα πλήρωνε για να αποκτήσει ασφάλιση. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι ανασφάλιστοι Αμερικανοί είτε έχουν πολύ χαμηλό εισόδημα που δεν τους επιτρέπει την πληρωμή ασφάλειας, είτε απορρίπτονται από τις ασφαλιστικές επειδή αντιμετωπίζουν χρόνιες παθήσεις.
Άρα λοιπόν, θέλουν όντως οι Δεξιοί να αφήσουν αυτούς που είναι ανασφάλιστοι χωρίς δική τους ευθύνη να πεθάνουν από έλλειψη περίθαλψης; Η απάντηση, βασισμένη στην πρόσφατη ιστορία, είναι ένα ηχηρό «Ναι!»
Σκεφτείτε συγκεκριμένα τα παιδιά.
Την επόμενη ημέρα του ντιμπέιτ, η στατιστική υπηρεσία εξέδωσε τα τελευταία αποτελέσματα σχετικά με το εισόδημα, τη φτώχεια και την ασφάλεια υγείας. Η γενική εικόνα ήταν φρικτή: η αδύναμη οικονομία συνεχίζει να σπέρνει την καταστροφή στις ζωές των Αμερικανών. Ωστόσο, υπήρχε ένα σχετικά λαμπρό σημείο, αυτό της ιατρικής περίθαλψης των παιδιών: το ποσοστό των παιδιών χωρίς ιατρική κάλυψη ήταν χαμηλότερο για το 2010 από ό, τι πριν την οικονομική ύφεση, κατά μεγάλο μέρος χάρη στην διεύρυνση του Κρατικού Προγράμματος Ιατρικής Ασφάλισης Παιδιών, η του S-chip, το 2009.
Και ο λόγος που το Κρατικό Πρόγραμμα Ιατρικής Ασφάλισης Παιδιών δεν διευρύνθηκε νωρίτερα από το 2009 ήταν, φυσικά, πως ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους εμπόδιζε προηγούμενες προσπάθειες κάλυψης για περισσότερα παιδιά – με την ενθάρρυνση πολλών από τη Δεξιά. Το ανέφερα ότι ένα στα έξι παιδιά στο Τέξας δεν έχει ιατροφαρμακευτική κάλυψη, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στη χώρα;
Επομένως, η ελευθερία να πεθάνεις διευρύνεται, πρακτικά, για τα παιδιά, και για όσα είναι άτυχα και για όσα δεν προνόησαν. Και η υποστήριξη αυτής της αντίληψης από την Δεξιά σηματοδοτεί μια σημαντική τροπή που έχει λάβει η φύση της αμερικανικής πολιτικής.
Στο παρελθόν, οι συντηρητικοί αποδέχονταν την ανάγκη ενός προστατευτικού πλέγματος, παρεχόμενο από την κυβέρνηση, για ανθρωπιστικούς σκοπούς. Και όχι επειδή σας το λέω εγώ, αλλά επειδή το λέει ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ, ο συντηρητικός διανοούμενος ήρωας, ο οποίος δήλωσε ιδιαίτερα την υποστήριξή του στο βιβλίο «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία» προς «ένα περιεκτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης» το οποίο θα προστατεύει τους πολίτες από «τους κοινούς κινδύνους της ζωής», και ξεχώρισε ιδιαιτέρως την υγεία.
Δεδομένης λοιπόν της σύμφωνης επιθυμίας για προστασία των πολιτών από τα χείριστα, το ζήτημα έπειτα αφορούσε το κόστος και το όφελος. Και η ιατρική περίθαλψη ήταν ένας από τους τομείς όπου ακόμη και οι συντηρητικοί ήθελαν να αποδεχθούν την κρατική παρέμβαση στο όνομα της φιλευσπλαχνίας, δεδομένων των πραγματικών στοιχείων ότι η κάλυψη των ανασφάλιστων πράγματι δεν θα κόστιζε πολύ ακριβά. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές, το σχέδιο ιατροφαρμακευτικής κάλυψης του Ομπάμα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε προηγούμενα σχέδια των Ρεπουμπλικάνων, και είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο του Μιτ Ρόμνεϊ στη Μασαχουσέτη.
Ωστόσο, τώρα η φιλευσπλαχνία είναι ντεμοντέ – πράγματι, η έλλειψη συμπόνιας έχει γίνει θέμα αρχής, τουλάχιστον στη βάση των Ρεπουμπλικάνων.
Και αυτό σημαίνει ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός, στην πραγματικότητα είναι ένα βαθιά ριζοσπαστικό κίνημα, ένα κίνημα εχθρικό προς το είδος της κοινωνίας που είχαμε επί τις τρεις τελευταίες γενιές – και αυτό είναι μια κοινωνία η οποία δρώντας μέσω της κυβέρνησης, προσπαθεί να μετριάσει κάποιους από τους «κοινούς κινδύνους της ζωής», χρησιμοποιώντας προγράμματα όπως η κοινωνική ασφάλιση, το ταμείο ανεργίας, οι μονάδες περίθαλψης ηλικιωμένων και η υγειονομική περίθαλψη.
Είναι άραγε έτοιμοι οι ψηφοφόροι να ασπαστούν μια τέτοια ριζοσπαστική απόρριψη του είδους της Αμερικής μέσα στο οποίο όλοι μεγαλώσαμε; Υποθέτω πως θα το μάθουμε του χρόνου.