Με αφορμή τις επικοινωνιακές ανάγκες της κυβέρνησης για την επέτειο της 3ης Σεπτεμβρίου και τη ΔΕΘ και έπειτα από τις χθεσινές αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου, επανέρχεται στο προσκήνιο η υπόθεση του δημοψηφίσματος ως, υποτίθεται, εργαλείου «επαναστατικών» θεσμικών αλλαγών. Μέγαρο Μαξίμου και λοιποί κυβερνητικοί παράγοντες διαρρέουν μάλιστα τις τελευταίες ημέρες διάφορες «ιδέες» σχετικά με το πιθανό περιεχόμενό του, σε επίπεδο ριζικών, λένε, πολιτικών «τομών».
Ανάμεσά τους, αναφέρονται θέματα όπως ο εκλογικός νόμος, ο αριθμός και η θητεία των βουλευτών, τα οικονομικά των κομμάτων, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας, οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας και άλλα πολλά.
Με λίγα λόγια, μια τρικυμία θεμάτων, ένα επί παντώς του επιστητού ψηφιδωτό ετερόκλητων ζητημάτων που αγγίζουν όλα τα πεδία οργάνωσης της πολιτείας και όχι μόνον. Μεταδίδεται δε ότι το πρωθυπουργικό «μότο» για το εν λόγω δημοψήφισμα θα είναι «τα αλλάζουμε όλα», αλλά είναι φανερό ότι ούτε κι εκείνοι ξέρουν τι και με ποια λογική θέλουν να αλλάξουν – τώρα διαλέγουν, φασαρία να γίνεται…
Τουλάχιστον όμως, χθες, υπήρξε και μία πρόοδος: έπειτα από σειρά παλινωδιών, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε – απ’ ότι φαίνεται… – ότι τα δημοψηφίσματα δεν θα είναι συμβουλευτικού, όπως αρχικά επέμενε η κυβέρνηση και είχε προβλέψει στο σχετικό νομοσχέδιο, αλλά δεσμευτικού χαρακτήρα. Είναι κι αυτό κάτι, αφού, μέχρι χθες το απόγευμα, η ρητή επιλογή ήταν να μετατραπεί ο λαός σε «σύμβουλο» της κυβέρνησης με την πρωτοφανή θεσμοθέτηση των μη δεσμευτικών δημοψηφισμάτων.
Το ότι ξεφεύγουμε λοιπόν από αυτή την αδιανόητη προσέγγιση είναι πράγματι πρόοδος.
Μέχρι χθες, πολλοί είχαν μπερδευτεί από τις κυβερνητικές προθέσεις. Στις 29 Ιουλίου, όταν από αυτή τη θέση, με το άρθρο «Ο Λουδοβίκος ο 16ος και η νέα συμβουλευτική δημοκρατία» υποστηριζόταν ότι συνιστά σχεδόν εκτροπή το να επιχειρηθεί να μετατραπεί ο λαός σε… σύμβουλο της κυβέρνησης με τη θεσμοθέτηση μη δεσμευτικών δημοψηφισμάτων, πολλοί ήταν εκείνοι που, μπερδεμένοι από την κυβερνητική «πρωτοβουλία», είχαν αντιδράσει στην άποψη ότι η έννοια «συμβουλευτικό δημοψήφισμα» είναι ευθέως υπονομευτική για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Και μπορεί την τελευταία στιγμή, όπως φαίνεται, να τη γλυτώσαμε, αλλά, το γεγονός και μόνο ότι επί τόσο διάστημα η κυβέρνηση τη συζητούσε και την υποστήριζε ως κεντρική επιλογή, δείχνει ακριβώς την επικίνδυνη τρικυμία που υπάρχει στη σκέψη πολλών στην καρδιά της εξουσίας. Είναι σημαντικό, συνεπώς, να σταθεί κανείς και σε αυτό και να μην το προσπεράσει – άλλωστε, ποτέ δεν ξέρει: διόλου απίθανο, μέχρι την ψήφιση του σχετικού νόμου, η κυβέρνηση να μεταβάλλει εκ νέου την άποψή της…
Οι εθνικές εκλογικές κάλπες και το δημοψήφισμα είναι οι δύο τρόποι για την έκφραση της λαικής βούλησης και κυριαρχίας. Αλλοι δεν υπάρχουν. Όχι απλώς λοιπόν δεν είναι δυνατόν να έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα, όπως προέβλεπε το νομοσχέδιο, αλλά, κάτι τέτοιο είναι και επικίνδυνο. Αν ήθελε απλώς τις «συμβουλές» του λαού η κυβέρνηση, ας έκανε μια… εθνική δημοσκόπηση. Δεν μπορεί να τον καλεί όμως να αποφανθεί «συμβουλευτικά». Λαός – σύμβουλος, δεν υπάρχει. Ο λαός στις κάλπες αποφασίζει, δεν λέει τη γνώμη του. Ενα παράδειγμα: Αν, λ.χ., το τελευταίο ελληνικό δημοψήφισμα για το πολιτειακό ήταν συμβουλευτικό κι όχι δεσμευτικό, η τότε κυβέρνηση θα μπορούσε, σύμφωνα με τη λογική του νυν πρωθυπουργού, να αγνοήσει το αποτέλεσμά του και να μην είχε θεμελιώσει την αβασίλευτη δημοκρατία. Αυτό δεν θα ήταν το «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα; Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, ο νυν πρωθυπουργός, αντί να επισκέπτεται τον Κάρολο Παπούλια στο προεδρικό μέγαρο, θα φορούσε τη ρεντικότα και το ημίψηλο του παππού του και θα επισκεπτόταν τα ανάκτορα…
Ως προς τα θέματα τώρα που αναφέρονται ως υποψήφια για το δημοψήφισμα, αυτά, είτε άπτονται της συνταγματικής αναθεώρησης, όπως οι αρμοδιότητες του προέδρου, είτε, τα πιο πολλά, δεν έχουν ανάγκη από κανένα δημοψήφισμα. Εδώ πια, το πράγμα αποκτά πλέον υπερβατικές διαστάσεις: δηλαδή, τι θα ερωτηθεί ο ελληνικός λαός; Αν πρέπει να κόμματα να μην έχουν μαύρα ταμεία και να υπόκεινται σε ελέγχους; Εντάξει. Ας ρωτήσουν τότε κι αν ο ουρανός πρέπει να είναι γαλάζιος, τα λιβάδια πράσινα και το γάλα λευκό. Τέτοιας τάξεως είναι τα δήθεν μεγάλα ερωτήματα – τομές που η ίδια η κυβέρνηση διαρρέει ότι θα θέσει…
Το να στήνεις κάλπες για το αυτονόητο και να το ονομάζεις αυτό επαναστατική μεταβολή, ξεφεύγει από τα όρια της σοβαρότητας. Δεν χρειάζεται κανένα δημοψήφισμα για όλα αυτά. Το μόνο που χρειάζεται, για παράδειγμα, είναι να μην βρίσκονται τα κομματικά ταμεία στην πράξη υπεράνω της νομιμότητας, κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Ας αφήσει λοιπόν, εν μέσω χάους, το δημοψήφισμα ο πρωθυπουργός – ή, αν το κάνει, με τέτοιο ερώτημα, ας μην ξεχάσει να ρωτήσει το λαό αν θέλει να μάθει τι έγινε με το ΠΑΣΟΚ και το ομολογημένο ένα εκατομμύριο του κ. Τσουκάτου και της Ζίμενς…
Οσο για τους βουλευτές και τη θητεία τους, αν θα είναι 200 ή 300, επίσης δεν χρειάζεται κανένα δημοψήφισμα. Την απάντηση την ξέρουμε όλοι, όπως και την απλή θεσμική μέθοδο για αλλαγή χωρίς προσφυγή σε δημοψήφισμα. Εκτός κι αν αντί για λιγότερους, θέλει τελικά να τους κάνει περισσότερους: ε, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, εκλογές έρχονται, κάπου πρέπει να χωρέσουν όλοι. Αυτό ναι, είναι μια ιδέα…
Δυστυχώς, όσο γίνεται αυτή η συζήτηση, εν τω μεταξύ, η Ελλάδα καταρρέει. Οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν εκτροχιαστεί πλήρως και η κοινωνία υποφέρει όσο ποτέ. Μην τα ξαναλέμε: εφορίες, δημόσιος τομέας, αποκρατικοποιήσεις, όλα τα σοβαρά στα οποία κρίνεται άμεσα το μέλλον της χώρας τα συζητούν, τα διαβουλεύονται, τα ξανασυζητούν, τσακώνονται, αλλά, επί της ουσίας, τίποτα. Η ύφεση βαθαίνει, η ανεργία εκτινάσσεται, η «αγορά» πεθαίνει.
Μήπως λοιπόν αυτά είναι λίγο πιο σοβαρά ζητήματα από τα δημοψηφίσματα που, δήθεν, θα τα «αλλάξουν όλα» και θα θεραπεύσουν πάσαν νόσον;… Εχει η χώρα το περιθώριο να απασχολείται με το τίποτα; Ο ελληνικός λαός έδωσε στον πρωθυπουργό την πρωτοφανή εκλογική νίκη των δέκα μονάδων. Τι άλλο χρειαζόταν;