Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις στην οργάνωση και διοίκηση της Ανώτατης Παιδείας. Από την Αμερική και την Ευρώπη ως την Κίνα οι οργανωτικές και διοικητικές αλλαγές που πραγματοποιούνται στην Ανώτατη Παιδεία είναι κοσμογονικές. Η αιτία αυτών των αλλαγών είναι η κοινή πλέον αντίληψη ότι η καλή και αποτελεσματική Παιδεία, η θεραπεία της επιστήμης και η έρευνα αποτελούν τη βάση της τεχνολογικής εξέλιξης, της καινοτομίας και, τελικά, της οικονομικής προόδου.
Σύμφωνα με επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, ιστορικούς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους, μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια θα αντιμετωπίσουμε διπλάσιες ευκαιρίες σημαντικών επιστημονικών εφαρμογών απ΄ ό,τι τους προηγούμενους δύο αιώνες, αλλά και μεγάλους κινδύνους που προκύπτουν κυρίως από την οικονομική ανάπτυξη.
Οι επιστημονικές εφαρμογές εστιάζονται κυρίως στους χώρους της Βιολογίας και ειδικότερα της Γενετικής, της Νανοτεχνολογίας, της Ρομποτικής και της Πληροφορικής, ενώ ο μεγαλύτερος προς αντιμετώπιση κίνδυνος είναι αυτός της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της θερμοκρασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές επιστήμες καλούνται να προβλέψουν και να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των επιστημονικών εφαρμογών αλλά και των κινδύνων, να εμποδίσουν τη δημιουργία κερδοσκοπικών χρηματιστηριακών συνθηκών γύρω από την οικονομική εκμετάλλευσή τους, να προβλέψουν τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεαστεί η διανομή του εισοδήματος τόσο μέσα σε εθνικά σύνορα αλλά κυρίως μεταξύ χωρών, καθώς και να προτείνουν αμοιβαίως επωφελείς διεθνείς οικονομικές ανταλλαγές, προλαμβάνοντας έτσι τις όποιες επιθετικές γεωπολιτικές στρατηγικές που αυτές οι επιστημονικές εφαρμογές ή οι κίνδυνοι μπορεί να προκαλέσουν.
Η διδασκαλία και η έρευνα για τα ζωτικά αυτά ζητήματα διεξάγεται, εξ ονόματος της κοινωνίας, κυρίως μέσα στα πανεπιστήμια. Εκεί βρίσκονται αντικειμενικά οι συσσωρευμένες επιστημονικές γνώσεις και εκεί επιτυγχάνονται οι αναγκαίες στην έρευνα οικονομίες κλίμακας. Η σχέση των πανεπιστημίων, της οικονομίας και της κοινωνίας είναι αυτή των συγκοινωνούντων δοχείων. Η οικονομία και η κοινωνία χρειάζονται τα πανεπιστήμια και αντιστρόφως. Μια χώρα όπως η Ελλάδα, της οποίας ο παραγωγικός τομέας δεν επενδύει στην έρευνα και τα πανεπιστήμιά της είναι μάλλον εσωστρεφή και σχετικά αποκομμένα από την οικονομία και την παραγωγική διαδικασία, καινοτομεί ελάχιστα, δεν μπορεί να εξάγει προϊόντα μέσης και υψηλής τεχνολογίας, ενώ εισάγει σωρηδόν προϊόντα μέσης και υψηλής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια, είναι καταδικασμένη σε χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δαπανά από τα υψηλότερα διεθνώς κονδύλια για την Ανώτατη Παιδεία (1,5% του ΑΕΠ) και παρά το γεγονός ότι τα πανεπιστήμιά της διαθέτουν επιστημονικό δυναμικό σχετικά υψηλής ποιότητος, οι επιδόσεις τους στις διεθνείς συγκρίσεις δεν είναι ανάλογες της χρηματοδότησής τους. Αυτό οφείλεται στον σχετικά μεγάλο αριθμό ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και φοιτητών στην επικράτεια (έμφαση στην ποσότητα και λιγότερο στην ποιότητα), στα σοβαρά προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης και στις παθογένειες που ο νόμος-πλαίσιο του 1982 ανέπτυξε κατά την εφαρμογή του: Υψηλή συμμετοχή φοιτητών στις εκλογές πρυτάνεων και προέδρων τμημάτων, «άπειρες» εξεταστικές περίοδοι, «αιώνιοι» φοιτητές, κομματικοποίηση σε υπέρτατο βαθμό της φοιτητιώσας νεολαίας με ευθύνη των πολιτικών κομμάτων, καθηγητές που δεν εμφανίζονται στις αίθουσες διδασκαλίας, εκμετάλλευση του ασύλου κ.λπ.
Ο νόμος για την Ανώτατη Παιδεία που μόλις ψηφίστηκε στη Βουλή θεωρώ ότι απαντά αρκετά ικανοποιητικά στις προκλήσεις των καιρών, προσαρμόζοντας τον χάρτη της Ανώτατης Παιδείας στα διεθνή πρότυπα και δεδομένα. Αν και σε ορισμένα σημεία που αφορούν ζητήματα αναπαραγωγής του προσωπικού πραγματοποιεί απότομη στροφή 180 μοιρών σε σχέση με τα ισχύοντα, θεωρώ ότι αρκετές από τις αντιρρήσεις μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης που προβλέπει ο νόμος δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες. Συμβούλια Διοίκησης με εξωτερικά μέλη υπάρχουν σχεδόν παντού ενισχύοντας την κοινωνική λογοδοσία, ενώ οι πρυτάνεις στα περισσότερα πανεπιστήμια του κόσμου δεν βγαίνουν από κάλπη αλλά επιλέγονται έπειτα από διεθνή προκήρυξη. Αλλωστε τα καθήκοντα ενός πρύτανη σε ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο είναι, σχεδόν αποκλειστικά, διοικητικά και δημιουργίας δικτύων με την οικονομία και την κοινωνία. Επίσης, ο νόμος έλαβε τελικά υπόψη αρκετές προτάσεις πανεπιστημιακών σχετικά με τα καθήκοντα της Συγκλήτου, η οποία πράγματι δεν πρέπει να έχει μόνο γνωμοδοτικό ρόλο αλλά να είναι και ένα ουσιαστικό αντίβαρο στις εξουσίες του Συμβουλίου. Ενας νόμος-πλαίσιο, όσο και αν διακρίνεται από τεχνική επάρκεια, δεν μπορεί να λύσει όλα τα ζητήματα, αφού η μεταρρύθμιση είναι μια δυναμική, συνεχής διαδικασία μετάβασης από ένα καθεστώς σε ένα νέο. Αλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το τέλειο είναι πολλές φορές ο εχθρός του καλού. Σημασία έχει να υπάρχει πνεύμα συναίνεσης μεταξύ Πολιτείας και πανεπιστημιακής κοινότητας ώστε οι πράγματι απαραίτητες αλλαγές, οι οποίες προσαρμόζουν τον χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στα διεθνή δεδομένα, να υλοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν.
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ