Υπάρχουν διαφορές και οµοιότητες ανάµεσα στις πρόσφατες ταραχές στη Μεγάλη Βρετανία και σε εκείνες που ξέσπασαν στην Αθήνα τον ∆εκέµβριο του 2008. Μία από τις σηµαντικές διαφορές είναι η έλλειψη (στη βρετανική περίπτωση) αυτής της έστω επιφανειακής και ψευδοεπαναστατικής πολιτικής δικαιολόγησης των εξεγέρσεων. Στο Λονδίνο οι πυρήνες που οργάνωσαν τα επεισόδια δεν ήταν ακραίες αριστερές και αναρχικές οργανώσεις αλλά καλά οργανωµένες συµµορίες που δρουν εδώ και αρκετά χρόνια στις ίδιες περιοχές. Σε αντίθεση µε την Ελλάδα, οι συµµορίες αυτές κυριαρχούν σε µεγάλο µέρος του Λονδίνου και άλλων πόλεων και πρόκειται να επανέλθουν σύντοµα, µετά την αντεπίθεση της αστυνοµίας, για να επαναδιεκδικήσουν την κυριαρχία τους. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές οµοιότητες, όπως η αφορµή για τις ταραχές, η αρχική αδράνεια της αστυνοµίας και της κυβέρνησης και η αµηχανία των πολιτικών κοµµάτων. Στη βρετανικήπερίπτωση όµως όλοι συνήλθαν σχετικά σύντοµα και η αντίδρασή τους φαίνεται να είναι αποτελεσµατική.
Αυτού του είδους οι εξεγέρσεις έχουν έρθει για να µείνουν. ∆εν είναι οι πρώτες (προηγήθηκε το Παρίσι στα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας), ούτε θα είναι οι τελευταίες. ∆εν θα είναι τα µόνα συµπτώµατα, θα αποτελούν µέρος πολλών και διαφορετικών βίαιων πράξεων, ατοµικών (όπως η πρόσφατη στη Νορβηγία) και συλλογικών. Φαίνεται ότι υπάρχει πολύ µίσος έτοιµο να ξεχυθεί και δεν βλέπω πώς το τζίνι µπορεί να παραµείνει µέσα στο µπουκάλι. Το περίσσευµα του µίσους αποτελεί το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εξεγέρσεων.
Το µίσος που αναδύεται δεν θα το βρείτε µόνο σε µεγάλες ταραχές ή γεγονότα τροµακτικής βίας. Θα το συναντήσετε καθηµερινά στο Internet.
∆ιαβάστε τα σχόλια κάτω από κάθε είδους video στο YouTube, σχεδόν σεκάθε ανοιχτήσελίδαστο Facebook,στους διαλόγους στο Twitter. Θα διαπιστώσετε ότι σε πολλούς ανθρώπους γύρω σας (ορισµένους θα τους γνωρίζετε και προσωπικά) υπάρχει τόσο απύθµενο µίσος που είναι δύσκολο να συγκρατηθεί.
Ξεσπάει σε κάθε ευκαιρία λεκτικά και βρίσκει άµεσα ανταπόκριση, καθώς υπάρχουν αµέτρητοι άλλοι έτοιµοι να το αναζωπυρώσουν. Οσοι προσπαθούν να αντιµετωπίσουν έλλογα, µε κατανόηση και διάθεση διαλόγου, αυτού του είδους τις εκρήξεις µίσους απογοητεύονται αµέσως. Οι φορείς του µίσους έχουν τυφλωθεί από αυτό. Πόσοι είναι; Λίγοι στο σύνολο των χρηστών του Internet αλλά αρκετοί για να λερώνουν τα πάντα.
Γιατί τόσο µίσος; Προφανώς ένα µεγάλο µέρος του οφείλεται στην παγκοσµιοποίηση και στις συνέπειές της. Η παγκοσµιοποίηση είναι ένα φαινόµενο που µακροπρόθεσµα έχει σοβαρότατα οφέλη για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η σηµαντικότερη θετική εξέλιξη που οφείλεται στην παγκοσµιοποίηση είναι η απόλυτη κυριαρχία της φιλελεύθερης δηµοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς. Η ισχυρή πίεση από την αδύνατον πλέον να ελεγχθεί πληροφόρηση, τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα και τη µεγαλύτερη και ευκολότερη πρόσβαση σε όλα τα παραπάνω, θα διαλύσει κάθε προσπάθεια κεντρικής πολιτικής και οικονοµικής οργάνωσης. Τα άτοµα, µε όπλο την πληροφόρηση, θα απαιτούν ολοένα µεγαλύτερη πολιτική και οικονοµική ελευθερία και θα είναι πλέον πολύ ευκολότερο να την αποκτούν.
Η ελευθερία όµως έχει κόστος.
Τη συνοδεύουν πάντα η αβεβαιότητα, κάποιες λάθος επιλογές, ο σκληρός ανταγωνισµός, η αποτυχία (στην πολιτική ή την οικονοµική αγορά). Εκατοµµύρια νέοι λοιπόν σε όλον τον κόσµο διαπιστώνουν ότι η κοινωνία στην οποία πρόκειται να ζήσουν δεν έχει καµία σχέση µε αυτή στην οποίαέζησαν οι γονείς τους. ∆εν θα είναι οµοιογενής αλλά πολυπολιτισµική, γεµάτη από µετανάστες που θα τους ανταγωνίζονται για τις θέσεις εργασίας και τις ελάχιστες κοινωνικές παροχές. ∆εν θαείναιασφαλήςστο πλαίσιο ενός τεράστιου υπερπροστατευτικού κοινωνικούκράτους αλλά ανασφαλής και ανταγωνιστική. Θα είναι απαραίτητη πλέον µια συνεχής και σοβαρή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο αλλά και µια ικανότητα ταχείας προσαρµογής σε γοργά εναλλασσόµενα κοινωνικά και οικονοµικά δεδοµένα.
Σε τέτοιες εποχές ταχείας µετάβασης και ρευστότητας, όταν τα άτοµα αδυνατούν νατις παρακολουθήσουν, να τις εξηγήσουν και προφανώς να τις προβλέψουν, τα αισθήµατα ανασφάλειας οδηγούν σε διάφορα είδη συµπεριφορών. Η επιφυλακτικότητα, η επιθετικότητα, ακόµα και το µίσος προς τους φορείς της αλλαγής αλλά και οτιδήποτε το διαφορετικό, είναι µια συνήθης αντίδραση. Περιορίζεται όµως από τον νόµο και τους κανόνες κοινωνικής συµπεριφοράς.
Στην περίπτωση τηςΒρετανίας (και της Ελλάδας) κατέρρευσαν και τα δύο. Η αστυνοµία ήταν απούσα και οι φορείς του µίσους αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι δεν θα υπήρχε κόστος για τις εγκληµατικές πράξεις τους. Καθώς η πρόβλεψή τους επιβεβαιώθηκε, αυξήθηκε αυτόµατα και ο αριθµός τους µε τη συµµετοχή οριακών ατόµων. Η λεγόµενη «κοινωνία πολιτών» (civil society), έχοντας υποστεί πλήγµατα από την πολυπολιτισµικότητα και την κυρίαρχη ανοµία, δεν είχε να προσφέρει σοβαρές κυρώσεις που θα είχαν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Αυτό όµως που έχει το µεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι η αγγλική κοινωνία (όπως και η ελληνική) αντέδρασε. Η µεγάλη πλειονότητα απέρριψε και περιθωριοποίησε αυτές τις οµάδες µίσους.
∆ιότι παρά την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και τον φόβο οι ανθρώπινες κοινωνίες αντιλαµβάνονται τελικά προς τα πού βρίσκεται η πρόοδος και αυτόν τον δρόµο ακολουθούν, όσο δύσκολος κι αν είναι. Αυτό θα κάνουν και τώρα.
Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας ∆ικαίου και Θεωρίας Θεσµών στο Τµήµα ΜΙΘΕ του Πανεπιστηµίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ