ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Η Μεγάλη Ύφεση του 2008 μεταμορφώθηκε σε Βορειοατλαντική Ύφεση: κυρίως η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι οι αναδυόμενες αγορές, έχουν βαλτώσει σε μια κατάσταση χαμηλής ανάπτυξης και υψηλών ποσοστών ανεργίας. Και πάλι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι που οδεύουν, μαζί και μόνες, προς την τελευταία πράξη μιας μεγαλειώδους κατάρρευσης.
Η φούσκα που έσκασε, οδήγησε σε ένα τεράστιο κεϋνσιανό πακέτο τόνωσης το οποίο απέτρεψε μια πολύ βαθύτερη ύφεση, αλλά παράλληλα τροφοδότησε μεγάλα δημόσια ελλείμματα. Η απάντηση – μαζικές περικοπές δαπανών – εξασφαλίζει ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, πιθανώς για χρόνια, απαράδεκτα υψηλά ποσοστά ανεργίας, γεγονός που αποτελεί τεράστια σπατάλη ανθρώπινων πόρων και προκαλεί υπερπροσφορά από βάσανα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε επιτέλους να βοηθήσει τα μέλη της που βρίσκονται σε δεινή χρηματοπιστωτική θέση. Δεν είχε άλλη επιλογή: με την χρηματοπιστωτική αναταραχή να απειλεί να εξαπλωθεί από μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, σε μεγαλύτερες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, η ίδια η επιβίωση του ευρώ τέθηκε σε αμφισβήτηση. Οι ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν ότι τα χρέη των χωρών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες δεν θα ήταν διαχειρίσιμα, εάν δεν μπορούσαν οι οικονομίες τους να σημειώσουν ανάπτυξη, και ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ανάπτυξη, χωρίς οικονομική υποστήριξη.
Όμως, παρόλο που υποσχέθηκαν βοήθεια, οι ευρωπαίοι ηγέτες επέμειναν στην πεποίθηση τους πως και οι χώρες που δεν πλήττονται άμεσα από την κρίση πρέπει να περικόψουν τις δαπάνες τους. Η λιτότητα που θα προκύψει θα ανακόψει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και συνεπώς θα επηρεάσει αρνητικά ακόμη περισσότερο τις οικονομίες των χωρών που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες: εξάλλου τίποτε δεν θα βοηθούσε περισσότερο την Ελλάδα από την εύρωστη ανάπτυξη των εμπορικών της εταίρων. Η χαμηλή ανάπτυξη θα πλήξει και τα φορολογικά έσοδα, υπονομεύοντας την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής σταθεροποίησης.
Οι προ της κρίσης συζητήσεις έδειξαν πόσο λίγα είχαν γίνει για την εξυγίανση θεμελιωδών οικονομικών δομών. Η σθεναρή αντίθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε κάτι που θεωρείται ουσιώδες για κάθε καπιταλιστική οικονομία – την αναδιάρθρωση του χρέους αποτυχημένων ή ατελέσφορων επιχειρήσεων, και τώρα κυβερνήσεων – αποτελεί απόδειξη για το πόσο πιο εύθραυστο γίνεται μέρα με την μέρα το δυτικό τραπεζικό σύστημα.
Η ΕΚT υποστήριξε ότι ολόκληρο το χρέος της Ελλάδας θα έπρεπε να καλυφθεί από τους φορολογούμενους, από φόβο ότι οποιαδήποτε ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα θα πυροδοτούσε ένα «πιστωτικό γεγονός», το οποίο θα οδηγούσε στην μαζική αποπληρωμή των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS), πιθανώς πυροδοτώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική αναστάτωση. Αν όμως αυτός ήταν ο πραγματικός φόβος της ΕΚΤ – -και δεν λειτουργεί απλά προς όφελος των ιδιωτών πιστωτών – τότε σίγουρα θα απαιτούσε από τις τράπεζες να συγκεντρώσουν περισσότερα κεφάλαια.
Παρομοίως, η ΕΚΤ θα έπρεπε να αποτρέψει τη συμμετοχή των τραπεζών στην ριψοκίνδυνη αγορά των CDS, όπου κρατούνται όμηροι των οίκων αξιολόγησης σχετικά με το τι συνιστά «πιστωτικό γεγονός». Πράγματι, ένα επίτευγμα των ευρωπαίων ηγετών στη σύνοδο των Βρυξελλών ήταν η εκκίνηση μιας διαδικασίας περιορισμού της ισχύος τόσο της ΕΚΤ, όσο και των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης.
Πράγματι, η πιο περίεργη πτυχή της στάσης που τήρησε η ΕΚΤ ήταν η απειλή της πως δεν πρόκειται στο μέλλον να ενεχυριάζει τα αναδιαρθρωμένα κρατικά ομόλογα, σε περίπτωση που οι οίκοι αξιολόγησης αποφάσιζαν πως η αναδιάρθρωση τους αποτελούσε «πιστωτικό γεγονός». Μα αυτός είναι ο σκοπός που γίνονται οι αναδιαρθρώσεις – να εξαφανίσουν ένα μέρος του χρέους και να το καταστήσουν το υπόλοιπο πιο διαχειρίσιμο. Αν η Τράπεζα δεχόταν ως ενέχυρο τα ομόλογα πριν την αναδιάρθρωση, σίγουρα πρέπει να τα δέχεται και μετά από αυτήν, όταν είναι ακόμη ασφαλέστερα.
Το επεισόδιο αυτό έρχεται να μας υπενθυμίσει πως οι κεντρικές τράπεζες είναι πολιτικοί θεσμοί, με πολιτικές «ατζέντες», και ότι οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες τείνουν να υποτάσσονται – τουλάχιστον υποσυνείδητα – στις ιδιωτικές τράπεζες που υποτίθεται ότι ελέγχουν.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Εκεί η ακροδεξιά απείλησε να οδηγήσει σε «λουκέτο» την αμερικανική κυβέρνηση επιβεβαιώνοντας όσα προβλέπει η θεωρία των παιγνίων: όταν εκείνα τα άτομα ή οι δυνάμεις που είναι παράλογα ταγμένες στην καταστροφή αντιμετωπίσουν άτομα ή δυνάμεις που ακολουθούν την λογική, συνήθως υπερισχύει το παράλογο.
Ως αποτέλεσμα, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα συγκατατέθηκε υπέρ μιας ανισόρροπης στρατηγικής μείωσης των δαπανών, που δεν συνοδεύεται από καμία αύξηση στην φορολογία – ούτε καν στην φορολογία των εκατομμυριούχων που τόσο καλά τα έχουν πάει τις τελευταίες δυο δεκαετίες, ούτε καν καταργώντας τα φορολογικά «παράθυρα» υπέρ των πετρελαϊκών κολοσσών.
Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι ο βραχυπρόθεσμος μακροοικονομικός αντίκτυπος της συμφωνίας για αύξηση του ορίου του χρέους των ΗΠΑ και αποτροπή της χρεοκοπίας θα είναι περιορισμένος – περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια σε περικοπές δαπανών τον ερχόμενο χρόνο. Όμως οι μειώσεις στον φόρο μισθοδοσίας (payroll tax) που έβαλαν συνολικά περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον στις τσέπες των απλών Αμερικανών, δεν ανανεώθηκαν, και οι αρνητικές επιπτώσεις αυτού του γεγονότος στην κατανάλωση και τον δανεισμό από τις τράπεζες είναι βέβαιο πως θα αναδειχθούν το επόμενο διάστημα.
Με τις τιμές των ακινήτων να πέφτουν συνεχώς, την οικονομική ανάπτυξη να «σκοντάφτει» και την ανεργία να παραμένει πεισματικά σε υψηλά επίπεδα, αυτό που απαιτείται είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο πακέτο τόνωσης της οικονομίας, και όχι μέτρα λιτότητας – ιδίως αν η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού είναι ο στόχος. Μακράν ο σημαντικότερος παράγοντας στην διεύρυνση των ελλειμμάτων είναι τα μειωμένα φορολογικά έσοδα, σαν αποτέλεσμα της χαμηλής απόδοσης της συνολικής οικονομίας. Και μακράν η καλύτερη «θεραπεία» θα ήταν να ξαναδώσουμε δουλειά στην Αμερική . Η πρόσφατη συμφωνία για το όριο του χρέους αποτελεί κίνηση προς τη λάθος κατεύθυνση.
Επικρατεί μεγάλη ανησυχία σχετικά με τη μετάδοση των χρηματοοικονομικών προβλημάτων μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Αλλωστε η χρηματοοικονομική κακοδιαχείριση της Αμερικής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση των προβλημάτων της Ευρώπης, και η χρηματοπιστωτική αναταραχή στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε να είναι καλή για τις ΕΙΠΑ – ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πόσο εύθραυστο είναι το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και τον συνεχιζόμενο πρωταγωνιστικό του στην αδιαφανή αγορά των CDS.
Όμως, το πραγματικό πρόβλημα πηγάζει από μια άλλη μορφή μετάδοσης: οι κακές ιδέες μετακινούνται εύκολα πέρα από τα σύνορα και οι λανθασμένες οικονομικές αντιλήψεις που έχουν επικρατήσει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αλληλοενισχύονται. Το ίδιο θα ισχύσει όμως και για την οικονομική αποτελμάτωση, που θα επιφέρουν αυτές οι πολιτικές.