ΤΟ ΒΗΜΑ – LE MONDE
Ο μόνιμος θρήνος για τους «εθνικούς εγωισμούς» και οι εκκλήσεις για περισσότερο φεντεραλισμό, που παρουσιάζεται σαν πανάκεια, είναι παράδοξες.
Τι εννοούμε όμως ως «φεντεραλισμό»; Μπορεί να έχει από την πιο αποθαρρυντική έννοια (είμαστε υπερβολικά μικροί, ξεπερασμένοι, κουρασμένοι, πρέπει να παραδοθούμε στην Ευρώπη) ως την πιο ενθαρρυντική (ένωση σημαίνει δύναμη, να έχουμε περισσότερη αλληλεγγύη).
Αν φεντεραλισμός σημαίνει σαφή επικούρηση, κανένα πρόβλημα. Αν πρόκειται για πραγματική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης, πολύ καλά, ήδη υπάρχει στο Μάαστριχτ. Ας το κάνουμε πράξη, επιτέλους.
Αν σημαίνει μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ Ευρωπαίων, έχει καλώς. Αν όμως σημαίνει επιπλέον παραχώρηση κυριαρχίας, γιατί αποτελεί αυτομάτως πρόοδο; Υστερα από τόσες παραχωρήσεις, ελάχιστα πειστικές, ή μεταθέσεις σε όργανα ανεξέλεγκτα; Θα χρειαζόταν βεβαίως «ένας επικεφαλής των οικονομικών δυνάμεων της ευρωζώνης» εξουσιοδοτημένος από το Συμβούλιο για να αντιδρά στις επιθέσεις. Ομως οι νεο-φεντεραλιστές προτείνουν περισσότερα: ένας «υπουργός οικονομικών» να μπορεί να διαιτητεύει ενάντια σε μια κυβέρνηση ή ένα εθνικό κοινοβούλιο. Αν κάνουμε αυτό το βήμα, θα ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή ιστορία, εκείνο της μετα-δημοκρατικής Ευρώπης – αισθητής τάσης στους οικονομικούς, ευρωπαϊστικούς, τεχνοκρατικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους.
Πιστεύουμε ότι ένας κάποιος «υπουργός» θα είχε περισσότερο βάρος από έναν θαρραλέο Παπανδρέου για να πείσει τον λαό του να δεχθεί τα επώδυνα αλλά αναπόφευκτα μέτρα εξυγίανσης; Ποια ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα του μεταβίβαζε τις εξουσίες της;
Αντίθετα πρέπει μάλλον να γεφυρώσουμε το ήδη τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις ελίτ και τους λαούς επαναφέροντας την ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων παρά να το βαθαίνουμε με την επικίνδυνα χαλαρή αυτή στάση μας προς τη Δημοκρατία. Επιπλέον, όσοι απαιτούν αυτό το άλμα προς το άγνωστο δεν αμφισβητούν την επιβολή σε ολόκληρη την ευρωζώνη (που έχει γίνει ένας πειθαρχικός χώρος επιτήρησης και κυρώσεων) μιας μονοδιάστατης πολιτικής λιτότητας α λα γερμανικά ενώ θα χρειαζόταν ένα policy mix (δηλαδή ένα μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής) για εξυγίανση και ανάπτυξη.
Αλλωστε ακόμη και αν ήταν καλή ιδέα, μια ευρεία αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας είναι εκτός πραγματικότητας. Ποια κυβέρνηση θα επιθυμούσε να ξαναβάλει την ΕΕ σε έναν τέτοιο δρόμο γεμάτο καβγάδες υπό την δαμόκλειο σπάθη των επικυρώσεων;
Γιατί λοιπόν να προωθήσουμε την αμφιλεγόμενη αυτή ιδέα και να χάσουμε χρόνο και ενέργεια; Πρέπει οπωσδήποτε να επανενώσουμε τις οικονομικές και πολιτικές των ευρωπαϊκών κρίσεων, τόσο σε βραχυχρόνιο όσο και σε μακροχρόνιο επίπεδο.
Ας εφαρμόσουμε πρώτα, όσο καλύτερα και όσο πιο γρήγορα μπορούμε, τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου. Ας κάνουμε πράξη τα συγκεκριμένα μέτρα που προτάθηκαν για την επαναγορά των δημοσίων χρεών, ας καλλιεργήσουμε την ιδέα των ευρωομολόγων (εναντίον των κερδοσκόπων αλλά και για δημόσια έργα), ακόμη και την ιδέα του να επεμβαίνει η ΕΕ στην αγορά των credit default swaps (οργάνου των κερδοσκόπων), ας αφαιρέσουμε από τους οίκους αξιολόγησης τη δυνατότητα να βαθμολογούν το δημόσιο χρέος των κρατών που έχουν δεχθεί βοήθεια και ας τους βάλουμε την πίεση του ανταγωνισμού, ας υιοθετήσουμε ένα (μικρό) φόρο στις οικονομικές συναλλαγές και ας αναγκάσουμε τη Γερμανία να συζητήσει μια υγιή πολιτική ανάπτυξης στην ευρωζώνη και τη διεύρυνση της εντολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οταν, το φθινόπωρο, έρθει ο καιρός να αποσαφηνίσουμε «ποιος» αποφασίζει στην ευρωζώνη, δηλαδή σε τι συνίσταται η οικονομική κυβέρνηση που επιθυμούσε η Γαλλία από την αρχή, ας μη σπάσουμε τον δεσμό ανάμεσα στην «Ευρώπη» και τη δημοκρατική νομιμοποίηση.
*Ο κ. Hubert Vedrine υπήρξε σύμβουλος για διπλωματικά ζητήματα του προέδρου Μιτεράν και υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας (1997-2002) επί κυβέρνησης Ζοσπέν