Από την άνοιξη του 2010 όταν εκδηλώθηκε η ελληνική κρίση χρέους, η επικοινωνία των αρχών με το κοινό σχετικά με τα διάφορα συναφή θέματα, καθώς και η παρουσίαση και ο σχολιασμός των σχετικών ειδήσεων από τα ορισμένα μέσα ενημέρωσης, έχουν συχνά συμβάλει στην αβεβαιότητα που περιβάλλει τις οικονομικές εξελίξεις και την ασκούμενη πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν προκαλέσει ανησυχία στο κοινό όσον αφορά την πορεία της οικονομίας, τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και την προοπτική αντιμετώπισης της κρίσης.
Ειδικότερα, ειδήσεις, σχόλια και φήμες σχετικά με τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, την πιθανότητα αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδος από την ευρωζώνη έχουν συμβάλει στην αύξηση της αβεβαιότητας για το μέλλον, η οποία έχει συντελέσει στην απόσυρση καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα να οξύνεται το πρόβλημα ρευστότητας των τραπεζών και να επηρεάζεται δυσμενώς η δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και να στηρίξουν την ανάκαμψή της. Οι επανειλημμένες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών έχουν αυξήσει περαιτέρω την ανησυχία του κοινού όσον αφορά τις προοπτικές της οικονομίας και απειλούν να δημιουργήσουν ένα φαύλο κύκλο πιέσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και αδυναμιών στην πραγματική οικονομία.
Οι συνεχιζόμενες διαβουλεύσεις σχετικά με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου κατά τα επόμενα χρόνια, και οι ανακοινώσεις οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης ότι η σχεδιαζόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα δεν θα είναι ουσιαστικά εθελουσία και, συνεπώς, πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό της διαβάθμισης «επιλεκτικής πτώχευσης» για το ελληνικό δημόσιο χρέος ή την αξιολόγηση ότι έχει συντελεστεί ένα «πιστωτικό γεγονός», ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ευρύτερη οικονομία. Το μέγεθος και οι συνέπειες αυτών των κινδύνων, εάν υλοποιηθούν, θα εξαρτηθούν, μεταξύ άλλων, και από τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές και τα μέσα ενημέρωσης θα αξιολογήσουν, αντιδράσουν και μεταδώσουν ενδεχόμενη υποβάθμιση των ελληνικών χρεογράφων στο επίπεδο «επιλεκτικής πτώχευσης». Είναι ζωτικής σημασίας μια τέτοια εξέλιξη να μη δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα πράγματι πτώχευσε, κάτι που ούτως ή άλλως δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και να μην προκαλέσει απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες ή άλλες ενέργειες που θα απειλήσουν τη φερεγγυότητα και σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη, τα μέσα ενημέρωσης, ειδικότερα η τηλεόραση, η οποία μπορεί να επηρεάσει προσκαίρως ίσως άλλα σημαντικά την ψυχολογία του κοινού και το κλίμα στις αγορές, είναι αναγκαίο να παρουσιάσουν και να αξιολογήσουν τα γεγονότα με ρεαλισμό και μετριοπάθεια, αποφεύγοντας τις υπερβολές και συμβάλλοντας στη διασφάλιση ενός περιβάλλοντος σταθερότητας για το κοινό καλό.
Επομένως, θα ήταν χρήσιμο οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, οι εκδότες των εφημερίδων, οι αρχισυντάκτες και είναι χρήσιμο, μάλλον απαραίτητο, οι υπεύθυνοι των ΜΜΕ, όλοι οι σχολιαστές να είναι κατάλληλα ενημερωμένοι για τις πιθανές εξελίξεις και τους συναφείς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν από τις συζητούμενες μεθόδους χρηματοδότησης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Έχει μεγάλη σημασία η επικοινωνία σχετικά με τα θέματα αυτά, όπως η ενδεχόμενη υποβάθμιση των ελληνικών χρεογράφων στο επίπεδο «επιλεκτικής πτώχευσης», να γίνει με τρόπο που θα συμβάλει στη σταθερότητα και δεν θα καλλιεργήσει αθέλητα ανησυχίες που μπορεί να προκαλέσουν πανικό στο κοινό, με ανεπιθύμητες συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία.
Η υπεύθυνη και πλήρης ενημέρωση είναι αυτονόητο καθήκον της Κυβέρνησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το άρθρο αυτό του κ. Σταύρου Π. Ψυχάρη δημοσιεύεται σήμερα στην έντυπη έκδοση των «Νέων». Στηρίζεται δε σε πληροφορίες και εκτιμήσεις ελληνικών και ξένων εγκύρων πηγών.