Η νέα καραμέλα όσων θέλουν να επιμένουν ότι το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο δεν πρέπει να ψηφιστεί ονομάζεται «μπλόφα». Θα πάμε στην Ευρώπη, θα ανακοινώσουμε ότι με αυτούς τους όρους δανεισμού δεν θέλουμε τα λεφτά του μνημονίου και θα απειλήσουμε με στάση πληρωμών. Πανικόβλητοι τότε η Μέρκελ και ο Σαρκοζί θα υποκύψουν προκειμένου να αποφύγουν ένα ντόμινο που θα γονατίσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Δεν είναι αστείο, το είπαν έτσι ακριβώς βουλευτές και καθηγητές πανεπιστημίου!
Πόσο πιθανή είναι μια τέτοια εξέλιξη; Κανείς προφανώς δεν γνωρίζει και όπως συμβαίνει με όλα τα υποθετικά ερωτήματα κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι θα γίνει το ένα ή το άλλο. Όσοι έχουν αίσθηση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας βέβαια μπορούν να κάνουν μια αρκετά καλή πρόβλεψη – κι από καιρό προειδοποιούν ότι το «ατύχημα» , να βρεθούμε δηλαδή σε κατάσταση χρεοκοπίας, μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Χωρίς να χρειαστεί καν να μπλοφάρουμε. Πρόκειται ωστόσο για πρόβλεψη που υπόκειται και σε διάψευση.
Να μπλοφάρουμε λοιπόν ή όχι; Είναι προφανές ότι μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί παρά ληφθεί σε συνάρτηση με το τι κρίνεται. Ένας χαρτοπαίκτης για παράδειγμα μπορεί να μπλοφάρει για να πάρει μια παρτίδα. Αν παίξει στα χαρτιά ωστόσο το σπίτι των παιδιών του τότε θα τον χαρακτηρίζαμε ως ανεύθυνο κι ας ήταν ο «Nick the Greek». Ομοίως μια κυβέρνηση μπορεί να διαπραγματεύεται σκληρά -κι είναι ανοικτό ερώτημα αν η κυβέρνηση έχει κάνει όλα όσα θα μπορούσε να κάνει για να διαπραγματευτεί το μνημόνιο- θα την θεωρούσαμε όμως εξαιρετικά ανεύθυνη αν ρίσκαρε σε μια ζαριά την χρεοκοπία της χώρας. Ακόμα και επικαλούμενη την πίεση των κάθε είδους διαμαρτυρομένων.
Υπάρχει ωστόσο και ένα γενικότερο ζήτημα. Έστω ότι πιάνει ο εκβιασμός και παίρνουμε τα χρήματα χωρίς τις επαχθείς δεσμεύσεις. Μετά τι; Όσοι έρχονται σε άμεση επικοινωνία με Ευρωπαίους, είτε επίσημους είτε πολίτες, επιχειρηματίες ή ακαδημαϊκούς μεταφέρουν το ίδιο κλίμα: όλοι μας αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, κάποιοι με εχθρότητα και οι σύμμαχοι μας -εξ ανάγκης συνήθως και αυτοί, όχι από επιλογή- μετριούνται πια στα δάκτυλα.
Μέσα σε ένα τόσο αρνητικό κλίμα που θα βαρύνει μάλιστα στον μέγιστο βαθμό από μια στάση που θα θεωρηθεί απόδειξη ανευθυνότητας -ακόμα και ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ μας τα έχει ψάλει γιατί μάθαμε λέει μόνο να ζητάμε- τι είδους ευρωπαϊκή πολιτική θα επιδιώξουμε και με τι προοπτικές; Γιατί μην τρέφουμε αυταπάτες: θα χρειαστεί για πολλά χρόνια μεγάλη προσπάθεια έτσι ώστε και το κράτος να πάψει να δημιουργεί ελλείμματα αλλά και η οικονομία να γίνει ανταγωνιστική. Θα χρειαστούμε με άλλα λόγια για καιρό και ξένες επενδύσεις και την ανοχή των αγορών για να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης. Θα έχουμε τέτοιες δυνατότητες ή θα γίνουμε το μαύρο πρόβατο που αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στο περιθώριο επιλέγοντας πια και οι ίδιοι κάποια στιγμή την έξοδο από την ευρωζώνη;
Γιατί βέβαια πέρα και πάνω από τις οικονομικές σκοπιμότητες, το δούναι και το λαβείν, η Ευρώπη είναι ένα πολιτικό εγχείρημα με κανόνες, διαδικασίες και συμπεριφορές. Δεν αποτελείται από αγίους και οι μεγάλες χώρες έχουν κατ’ επανάληψη παραβιάσει όσα οι ίδιες διακηρύσσουν. Μέσα σε κάποια όρια ωστόσο. Εκτός αυτών, η έννοια της συμμετοχής χάνει το νόημα της!