Συνηθίζεται να λέμε ότι από το 1974 και μετά ζούμε την εποχή της «μεταπολίτευσης». Είναι αλήθεια ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί άρχισαν πράγματι να λειτουργούν με την πτώση της δικτατορίας. Αυτή ήταν τεράστια αλλαγή. Αλλά ίσως η ερμηνεία της σημερινής μας πολιτικής μας ζωής πρέπει να ξεκινάει από πιο μακριά. Πιστεύω ότι τα γεγονότα των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα η πολιτική μας ζωή βρισκόταν ακόμα υπό τη σκιά του εμφυλίου πολέμου.
Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα των τελευταίων μηνών είναι τα αποκαλυπτήρια του δημοσίου τομέα. Οι εκθέσεις της Ευρωπαικής Επιτροοπής απεικονίζουν μια απερίγραπτη κατάσταση διαφθοράς, κομματισμού και ανικανότητας. Και όμως από την ένταξή μας στην ΕΟΚ η ελληνική δημόσια διοίκηση σιγά σιγά προσαρμοζόταν, νομίζαμε, στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Χωρίς έξυπνη και υπεύθυνη διοίκηση, κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί στα Ευρωπαϊκά όργανα. Από την εποχή του Κώστα Σημίτη έχουμε συνηθήσει στην βαθμιαία σύγκλιση με την Ευρώπη. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια αναντιστοιχία προσδοκιών και πραγματικότητας;
Δυστυχώς, η πρόοδος ήταν εντελώς επιφανειακή και βασιζόταν στους «ειδικούς συμβούλους» των υπουργών, δηλαδή καλά καταρτισμένους εξωτερικούς συνεργάτες. Στυν πραγματικότητα, όταν η διοίκηση κλήθηκε να κρατήσει όρθιο το κράτος στην δεύτερη θητεία του Κώστα Καραμανλή αποδείχτηκε εντελώς ανέτοιμη. Η πολιτική Καραμανλή ήταν, όπως νομίζω τώρα όλοι παραδέχονται, καταστροφική. Ο πρώην πρωθυπουργός διόρισε εντελώς ανίκανους συνεργάτες και υπουργούς, παρέδωσε τη χώρα σε κυνικούς πολιτικάντηδες και στην ουσία εξαγόρασε ολίγους μήνες ηρεμίας υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας, δανειζόμενος μυθικά ποσά για να διορίσει πολιτικούς φλιους των πολιτικών του φίλων και ψευδόμενος για τα στατιστικά στοιχεία προς τους δανειστές μας. Ο συνδυασμός των πράξεων αυτών έφεραν την Ελλάδα στο ναδίρ της αξιοπιστίας και στα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων από τα οποία πασχίζει τώρα να ξεφύγει.
Γιατί όμως συνδέω τις ολέθριες αυτές πράξεις με την δημόσια διοίκηση; Διότι σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες η δημόσια διοίκηση θα ήταν επαρκώς ισχυρή για να σταματήσει ή να νουθετήσει έναν τόσο ανεύθυνο πρωθυπουργό. Η συνταγματική τάξη στην Αγγλία, Γαλλία και αλλου απαιτεί την λογοδοσία της ηγεσίας έναντι τόσο πολιτικων όσο και ανεξάρτητων σωμάτων ή και προσωπικοτήτων. Η παραποίηση οικονομικών στοιχείων ή η ανοχή προς διαφθερμένους υπουργούς ή συνδικαλιστές είναι αδιανόητη. Στην Ελλάδα αυτό φαίνεται περίεργο. Και αυτό είναι ακριβώς μέρος του προβλήματος.
Στην Ελλάδα οι πολιτικοί μας θεσμοί ερμηνεύονται υπό την σκιά της θεωρίας του «πλειοψηφισμού». Ο πλειοψηφισμός υποστηρίζει ότι το κόμμα ή παράταξη που κερδίζει τις εκλογές κάνει ό,τι θέλει, όσο καταστροφικό και αν είναι αυτό. Ούτε δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε προσωπικότητες, ούτε δικαστές νομιμοποιύνται να σταματήσουν την πλειοψηφία. Ο πλειοψηφισμός υποστηρίζει ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην «άμεση δημοκρατία», που και οι καθηγητές του συνταγματικού δικαίου που συγκεντρώθηκαν στα προπύλαια του πανεπιστημίου με τον Μίκη Θεοδωράκη υποστήριξαν. Φυσικά, η παντοδυναμία του πρωθυπουργού καμία σχέση δεν έχει με άμεση δημοκρατία. Η σύγχυση προκαλείται από την αδυναμία να διακρίνει κανείς την προτίμηση για μία απόφαση και την προτίμηση εκ των προτέρων για αυτόν που θα πάρει τις αποφάσεις.
Γιατί στην Ελλάδα επικράτησε ο πλειοψηφισμός; Διότι από την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και μετά κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλον στην πολιτική ζωή. Ο εμφύλιος έφερε κυνισμό και δυσπιστία, αφού ο ένας κυριολεκτικά σκότωνε τον άλλον. Καμμία ανεξάρτητη αρχή δεν μπορούσε να φανεί ως ανεξάρτηττη. Ακόμα και οι δικαστές μπορούν να εξαγοράζονται ή εξαναγκάζονται με την απειλή των όπλων. Η ελληνική φιλελεύθερη παράδοση του 19ου αιώνα δυστυχώς υποχώρησε στα αμφιθέατρα πανεπιστημίων, με μικρή συμμετοχή στην πολιτική ζωή του τόπου -παρά το σημαντικό έργο του Αριστόβουλου Μάνεση και των μαθητών του.
Το κράτος των «εθνικοφρόνων» της περιόδου 1949-1974 αντικατέστασε έτσι την πολιτική εμπιστοσύνη με την λογική των «παρατάξεων». Οι γαλάζιοι είχαν την εξουσία και τις δουλειές. Οι κόκκινοι δεν είχαν τίποτε, και ζούσαν υπό το καθεστώς του φόβου, της φυλακής και της εξορίας. Αλλά και μετά από το 1974 συνεχίστηκε δυστυχώς η λογική των παρατάξεων, όχι τόσο στην κοινωνική ζωή όσο στον δημόσιο τομέα. Η επικράτηση το 1981 των μέχρι τότε «μη προνομιούχων» έδωσε το σήμα για αθρόους διορισμούς και αναδιανομή δημόσιου χρήματος. Κάθε αλλαγή κυβέρνησης σήμαινε πλέον και αλλαγή ευνοιοκρατίας στο δημόσιο και τις δημόσιες συμβάσεις.
Ο κομματισμός της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης κατέστρεψε την αξιοπιστία τους. Οι δύο παρατάξεις από κοινού διέλυσαν κάθε έννοια αξιοκρατίας, αποτελεσματικότητας και λογοδοσίας. Ο υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε, για παράδειγμα, εντελώς πρόσφατα ότι τα πειθαρχικά συμβούλια των δημοσίων υπαλήλων (που είναι υποτίθεται επιφορτισμένα με την τιμωρία της διαφθοράς) δεν θα έχουν στο εξής στην σύνθεσή τους συνδικαλιστές. Πώς να απορούμε τότε που τα πειθαρχικά συμβούλια αυτά εδώ και 30 χρόνια (σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες έρευνες) ποτέ δεν τιμωρούν αυτόυς που κλέβουν το υστέρημα του ελληνικού λαού; Οι συνδικαλιστές αγοράζουν ψήφους προσφέροντας ατιμωρησία στους υπαλλήλους και ησυχία στα αφεντικά. Η λογική αυτή της ληστρικής διαχείρισης του δημόσιου πλούτου εκαλύπτετο μεχρι σήμερα με την εμφυλιοπολεμική λογική του πλειοψηφισμού. Όποιος νικάει, κάνει ότι θέλει. Αύριο θα έρθει η σειρά σας.
Η λογική της δουλοπρέπειαςΗ λογική των παρατάξεων είναι συνέχεια της λογικής της εθνικοφροσύνης της μεταπολεμικής περιόδου. Η ακροδεξιά ρητορική (που ανεχόμαστε ακόμα, όταν μιλάμε για «εθνικά θέματα») μετατρέπει τους πάντες σε όργανα του έθνους και της υποτιθέμενων ιδεωδών του. Οι διαφωνούντες είναι προδότες. Όλοι στοιχίζονται για το κοινό καλό και παραμερίζουν την ιδωτική τους ζωή ή την ταυτότητά τους (όπως θαυμάσια περιγράφει την λογική του ολοκληρωτισμού ο Οργουελ στο «1984»). Η λογική της στοιχισης πίσω από το έθνος συνεχίζεται με την στοίχιση πίσω από την παράταξη.
Η κατανόηση της πολιτικής ως της διαμάχης των πλειοψηφικών παρατάξεων οδηγεί έτσι σε μια λογική δουλοπρέπειας και ασταθούς ισορροπίας, αλλά όχι συναίνεσης. Η ίδια η λογική των οριζόντιων, κατά κυριολεξία ολοκληρωτικών, «παρατάξεων» που απλώνονται σε κάθε κλάδο της κοινωνικής ζωής μετατρέπει τους πάντες από πολίτες σε στρατιώτες. Η παράταξή σου θα σε φροντίσει, αλλά θα πρέπει να κάνεις το καθήκον σου. Εάν η εξουσία είναι στους αντιπάλους, η παράταξη θα σε εκπροσωπήσει. Κανένας νόμος δεν εφαρμόζονται γιατί πρέπει. Εφαρμόζεται μόνον εάν βολεύει τους ισχυρούς. Και οι ισχυροί θα σε φροντίσουν αν τους δώσεις και εσύ κάτι. Η λογική αυτή κάνει τους πολιτικούς παντοδύναμους. Τίποτε δεν ξεφεύγει την λογική της συναλλαγής.
Αλλά αυτή η εποχή έχει πλεον τελειώσει. Η ένταξή μας στην ΕΟΚ το 1981 έφερε δύο τεράστιες αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Η πρώτη είναι πολιτική. Από τότε και μετά τα πιο σημαντικά πολιτικά γεγονότα της ελληνικής πολιτικής ζωής συμβαίνουν στις Βρυξέλλες: η ένταξη στο Ευρώ, η ένταξη της Κύπρου, η εισωγή ευρωπαϊκών κανόνων για τον ανταγωνισμό, τις κρατικές ενισχύσεις, την προστασία του περιβάλλοντος ή των καταναλωτών, την υποδοχή των μεταναστών κ.ο.κ.
Η δεύτερη είναι οικονομική. Η απελευθέρωση του εμπορίου, κοινοτικού και εξωτερικού, άλλαξε για πάντα την ελληνική αγορά και βιομηχανία. Οι συνθήκες επιβίωσης και ευημερίας οικονομικών μονάδων αλλά και οι ελληνικές καταναλωτικές συνήθειες άλλαξαν άρδην.
Όλα αυτά τα νομοθετικά μέτρα και οι σύστοιχες οικονομικές εξελίξεις προϋποθέτουν ισχυρό κράτος δικαίου και είναι αντίθετα με τον πλειοψηφισμό. Τα νέα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα απαιτούσαν ισχυρή και ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση, κάτι που κατάλαβε η κυβέρνηση Σημίτη αλλά δεν μπόρεσε να επιβάλει στην κυβέρνηση που την διαδέχθηκε. Το ίδιο το Ευρώ βασίστηκε στην (ψευδή όπως αποδείχτηκε) αναλογία γερμανικών και ελληνικών θεσμών. Η αποτυχία της Ελλάδας να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες δημιούργησε την σημερινή κρίση.
Η εποχή της ΕυρώπηςΗ οιονεί χρεοκοπία της Ελλάδας τον Μάιο του 2010 ξεκίνησε την κατεδάφιση του παραταξιακού συστήματος εξουσίας. Τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση θα σώσουν την Ελλάδα από την καταστροφική έξοδο από το Ευρώ μόνον εάν πετύχουν την αποδόμηση του συστήματος αυτόυ και το στήσιμο μιας ευρωπαικής οικονομίας στα πρότυπα ενός ευρωπαικού κράτους δικαίου και μιας τίμιας ελεύθερης αγοράς.
Αλλά το τέλος της παραταξιακής λογικής σημαδεύεται και από το τέλος της δουλικότητας. Αν τα μέτρα του Μνημονίου επιτύχουν, οι πολιτικοί μας θα χάσουν τις υπερεξουσίες τους. Θα πάψουν να μπορούν να μοιράζουν δουλειές και χρήματα. Πολλοί βουλευτές αντιδρούν. Είναι εύλογο, διότι τα ιδιοτελή τους συμφέρονται (που αποτελούν και τα κύρια κίνητρά τους) απειλούνται.
Ο θυμός των αγανακτισμένων (και φυσικά και πολλών άλλων που δεν κατεβαίνουν στις πλατείες) πιστεύω έχει να κάνει με την άισθηση της ταπείνωσης που νιώθουν οι έλληνες πολίτες. Οι μόνοι κερδισμένοι από το σύστημα της δουλοπρέπειας είναι τώρα οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και οι φίλοι επιχειρηματίες τους που πρόλαβαν να κλέψουν αρκετά απο τα δανεικά, που τώρα εμείς πληρώνουμε. Ο εύλογος θυμός αυτός θα πρέπει να οδηγήσει σε κάτι δημιουργικό.
Οι πολιτικοί μας θεσμοί ακόμα λειτουργούν. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είναι κλειστά προς την κοινωνία. Ελπίζω να μη φοβηθούν την ιδέα ότι σήμερα, τη στιγμή της βαθιάς κρίσης και αγωνίας για το μέλλον, είμαστε όλοι πολίτες, δηλαδή συννομοθέτες της νέας εποχής. Αν το καταλάβουμε και εργαστούμε με συναίνεση για αυτό, τότε θα έχουμε ξεπεράσει οριστικά την εποχή της δουλικότητας
Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης