Τα ελληνόφωνα φύλα που ζούσαν στη χώρα μας πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια πίστευαν ότι οι θεοί ήταν προστάτες και αρωγοί τους. Έτσι, όταν αντιμετώπιζαν δυσκολίες ζητούσαν τη βοήθειά τους. Δεν δίσταζαν δε να αποδώσουν στους θεούς (και σε άλλες θεϊκές δυνάμεις) τυχόν αναποδιές και κακοτυχίες (Ιλιάδα, Τ 86 κ. ε).
Για τον ομηρικό άνθρωπο, ιδιαίτερα στην Ιλιάδα, δεν τίθεται θέμα προσωπικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις. Η Οδύσσεια, που απηχεί μεταγενέστερες αντιλήψεις, δείχνει ότι το θέμα είχε αρχίσει να απασχολεί την κοινωνία: «κακώς», λέει ο Δίας, «μας κατηγορούν οι θνητοί ότι τα δεινά τους προέρχονται από εμάς ενώ για αυτά φταίει και η αφροσύνη τους» (α 32 κ. ε.). Προειδοποίησαν τον Αίγισθο αλλά δεν άκουσε (τι ή ποιος φταίει για αυτό είναι βέβαια άλλο θέμα).
Κατά την αρχαϊκή εποχή ο Αθηναίος ποιητής και πολιτικός Σόλωνας διατύπωσε ξεκάθαρα την άποψη (αποσπ. 4 W) ότι αν καταστρεφόταν η Αθήνα δεν θα έφταιγαν οι θεοί αλλά οι ίδιοι οι πολίτες. Ένα αιώνα αργότερα ο Αισχύλος θέτει πλέον επιτακτικά το ερώτημα (στην Ορέστεια) κατά πόσο ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Ο πολύς κόσμος εξακολουθούσε ωστόσο να πιστεύει, ακόμη και στην Αθήνα του Περικλή, ότι οι θεοί ήταν ρυθμιστές της ζωής του. Η παραπάνω εκλαϊκευτική ρήση συγκερνά τη νέα αντίληψη με την παραδοσιακή πίστη: προχωρά κανείς με τη βοήθεια τής Αθηνάς (θεών), αλλά και με προσωπικό αγώνα. Κάτι ανάλογο λέγεται και σήμερα: «Άγιε Νικόλαε βοήθα με» φωνάζει αυτός που πνίγεται (και εμείς πνιγόμαστε αν δεν το έχομε ακόμη καταλάβει). Και ο Άγιος απαντά: «Μα κούνα κι εσύ τα χέρια σου».
Εν έτει 2011 εξακολουθούμε, δυστυχώς, να έχουμε τη νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής του χαλκού, μόνο που σήμερα δεν στρέφουμε το βλέμμα ικετευτικά προς τους Ολύμπιους θεούς, αλλά (καλώς ή κακώς) προς τους Εταίρους και Πιστωτές μας. Και εκείνοι μας συμπαραστέκονται (με όρους και προϋποθέσεις φυσικά). Δεν πάμε όμως καλά και τα βάζουμε μαζί τους. Για όλα φταίει το Μνημόνιο. Πιο μπροστά τι έφταιγε ή μήπως πηγαίναμε καλά τότε (ως χώρα, όχι ως άτομα); Αν πηγαίναμε καλά δεν θα φτάναμε στο σημερινό χάλι. «Την κάτσαμε τη βάρκα» και φταίμε όλοι (κυβερνώντες και κυβερνώμενοι). Δεν βλέπουμε δυστυχώς πού μας οδηγεί η βαλκανική μπαγαποντιά σε συνδυασμό και με το ανατολίτικο «ραχάτι» (κατάλοιπο της τουρκοκρατίας).
Επόμενο είναι λοιπόν να μας θεωρούν ανίκανους, αναξιόπιστους και τεμπέληδες. Για να τηρήσουμε αυτά που συμφωνήσαμε (και να σωθούμε) χρειάζεται να «κουνήσουμε τα χέρια μας» όλοι, τουτέστιν να αναλάβουμε ευθύνες για πράξεις και αποφάσεις, ο, τι είναι δύσκολο και συχνά οδυνηρό. Η ρίζα του κακού πηγαίνει πολύ βαθιά.
Με αυτή την τακτική και νοοτροπία πώς να ξελασπώσουμε; Πού να φτάσουν τα 110 δισ. ευρώ; Η μια «μαύρη τρύπα» διαδέχεται την άλλη. Κάτι πρέπει όμως να γίνει, δηλαδή κάτι πρέπει να κάμουν πάλι οι άλλοι για μας. Οι Εταίροι – «Σωτήρες» σκληραίνουν ωστόσο (και δικαιολογημένα) τη στάση τους: μας απειλούν με νέα και πιο επώδυνα μέτρα προκειμένου να μη διακοπεί η ροή της χρηματοδότησης. Αυτό θέλουμε για να συνέλθουμε;
Τρέφουμε και ψευδαισθήσεις. Νομίζομε πως τα βάσανά μας θα τελειώσουν αν φύγει αυτή η κυβέρνηση και έρθει μια άλλη λες και δεν έχομε ξαναδοκιμάσει τη συνταγή. Ούτε να σκεφτόμαστε το νοσταλγικό πισωγύρισμα. Ο δρόμος είναι μπροστά μας. Και είναι μακρύς. Και είναι ανηφόρα.
Μέχρι πότε θα καθόμαστε να μας «σώζουν» οι άλλοι με ταπεινωτικούς όρους κάθε φορά; Είναι και θέμα εθνικής αξιοπρέπειας.
Οδυσσέας Τσαγκαράκης,
Ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας.