Οι εµπειρογνώµονες του ∆ΝΤ εκτιµούν ότι (χωρίς πρόσθετα µέτρα) ο προϋπολογισµός του 2011 θα υπολείπεται των στόχων του ελλείµµατος κατά 7 δισ. ευρώ. Πράγµα που σηµαίνει ότι, λαµβάνοντας υπόψη και τη µείωση του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης, το έλλειµµα θα κινηθεί στα επίπεδα του 2010: κάπου στο 10%-11%.
Πιο επιεικής η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρεί ότι η αστοχία είναι λίγο µικρότερη και µε τους σηµερινούς ρυθµούς το έλλειµµα του 2011 θα πάει στο 9,5%.
Και οι δύο όµως λένε, µε διαφορετικούς αριθµούς, το ίδιο πράγµα: η Ελλάδα δεν πιάνει τους στόχους του µνηµονίου. Υπενθυµίζω ότι ο αρχικός στόχος για το 2011 ήταν έλλειµµα 7,6%.
Τι σηµαίνει αυτό; Οτι η βασική επιδίωξη του µνηµονίου, που ήταν να βγάλει την Ελλάδα στις αγορές µέσα στο 2012, παραπέµπεται ήδη στις ελληνικές καλένδες. Και ως εκ τούτου η χώρα υποχρεώνεται να αναζητήσει άλλες µεθόδους για να αντιµετωπίσει τις δανειακές ανάγκες της. Νέα δάνεια, νέο µνηµόνιο, επιµήκυνση του χρέους, αναδιάρθρωση του χρέους και όλες οι εκδοχές που έχουν πέσει στο τραπέζι. Ολα αυτά, όµως, δεν είναι παρά τα παρεπόµενα της αποτυχίας και εξηγούν την αναστάτωση των τελευταίων εβδοµάδων.
Τι φταίει, όµως; Φταίει η Ελλάδα ή το µνηµόνιο; Οι φίλοι του µνηµονίου και των οικονοµικών συνταγών στις οποίες στηρίζεται έχουν αρχίσει ήδη να αποδίδουν ευθύνες στην Ελλάδα. «Το µνηµόνιο δεν αποδίδει επειδή δεν εφαρµόζεται» είναι η µονότονη επωδός όσων βιάστηκαν να ταυτιστούν µε τη συνταγή του.
Μια άποψη που περιέχει ένα ποσοστό αλήθειας, αφού το µεταρρυθµιστικό σκέλος του µνηµονίου έχει όντως ατονήσει. Αλλά περιλαµβάνει και ένα ακόµη µεγαλύτερο ποσοστό οικονοµικού δογµατισµού – κοινώς, δεν βλέπουν την τύφλα τους…
Οι εχθροί του µνηµονίου έχουν προαποφασίσει µε ανάλογο δογµατισµό ότι το µνηµόνιο φταίει ακόµη και για τη διαρροή ραδιενέργειας στη Φουκουσίµα. Συνεπώς, ούτε εδώ υπάρχει περιθώριο συζήτησης.
Η αλήθεια, φυσικά, βρίσκεται κάπου στη µέση.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει πρόβληµα κυβερνητικής ανεπάρκειας στην εφαρµογή του µνηµονίου τόσο στη δηµοσιονοµική προσαρµογή όσο και στην προώθηση των χρήσιµων µεταρρυθµίσεων που περιέχει. Αλλά είναι εξίσου γεγονός ότι το µνηµό νιο πέφτει θύµα της οικονοµικής συνταγής του, για την οποία είχαµε από την αρχή προειδοποιήσει ότι είναι καταστροφική.
Αφενός δεν αντιµετώπιζε το πρόβληµα του χρέους, απλώς το έκανε πιο δυσβάσταχτο – κάτι που τώρα αποδεικνύεται περίτρανα…
Αφετέρου έβαζε τη χώρα σε µια βαθιά ύφεση, η οποία υπονόµευε τους δηµοσιονοµικούς στόχους που το ίδιο το µνηµόνιο έθετε. Με άλλα λόγια, το µνηµόνιο το σκότωσε η ύφεση. Αυτό ακριβώς παρατηρεί πλέον σύσσωµος ο διεθνής Τύπος, από τη «Wall Street Journal» και τον «Economist» ως την «Handelsblatt» και τον «Guardian» – ο τελευταίος, µάλιστα, σηµειώνει σε κύριο άρθρο ότι αυτό που επιβάλλεται στην Ελλάδα «µόνο ο Τόνι Σοπράνο θα µπορούσε να το ονοµάσει οικονοµική πολιτική»… Και έρχονται τώρα όλοι οι εµπειρογνώµονες (συµπεριλαµβανοµένων του υπουργείου Οικονοµικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) να παραδεχτούν ότι υποτίµησαν τον παράγοντα της ύφεσης και αυτό υπονόµευσε το συνολικό εγχείρηµα. Ηδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε την εκτίµηση της ύφεσης για το 2011 από 3% σε 3,5%.
∆υστυχώς, λοιπόν, (ξανα)πτωχεύσαµε. Και το ερώτηµα είναι τι κάνουµε από εδώ και πέρα. Πολύ απλό: το «νέο µνηµόνιο» που ετοιµάζουν οι Γερµανοί και ο Γιούνκερ να είναι ένα «άλλο µνηµόνιο» . Αρα, χρειάζεται κάποιας µορφής επαναδιαπραγµάτευση…
Αυτό θα έκαναν, τουλάχιστον, οι έξυπνοι άνθρωποι. ∆ιότι έξυπνοι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που δεν κάνουν λάθη – όλοι κάνουν λάθη! Είναι εκείνοι που αντιλαµβάνονται τα λάθη τους και δεν επιµένουν σε αυτά.
Μόνο που η οιαδήποτε επαναδιαπραγµάτευση προϋποθέτει ένα πράγµα: εµπιστοσύνη. Εµπιστοσύνη ότι η Ελλάδα δεν ψάχνει αφορµή για να την κάνει γυριστή. Εµπιστοσύνη ότι όσα συµφωνηθούν θα εφαρµοστούν. Και εµπιστοσύνη ότι αυτά που θα εφαρµοστούν θα αποδώσουν.
Μόνο που σήµερα κανείς στην Ευρώπη δεν εµπιστεύεται την ελληνική κυβέρνηση σε κανένα από αυτά τα επίπεδα. Αλλοι δυσπιστούν πολύ, άλλοι αµφιβάλλουν λίγο, αλλά κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι «οι Ελληνες θέλουν να σωθούν!» – όπως είπαν και στον Γ. Παπακωνσταντίνου στην περίφηµη συνάντηση του Λουξεµβούργου.
Και εδώ προκύπτει το κρίσιµο πολιτικό ερώτηµα. Ποιος µπορεί να κάνει αυτήν την κρίσιµη και απαραίτητη διαπραγµάτευση; Αυτή η κυβέρνηση ή κάποια άλλη;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ