Αεροπορικό ταξίδι από πόλη της περιφέρειας προς Αθήνα. Το αεροπλάνο γεμάτο. Η ώρα της αναχώρησης έχει ήδη περάσει. Ολοι ανυπομονούν. Κανένας δεν ξέρει γιατί δεν αναχωρεί το αεροπλάνο. Από την ενδοσυνεννόηση της αεροσυνοδού ακούγεται: «Μην αναχωρήσετε, έρχεται ο VΙΡ». Σημειωτέον, η αεροπορική εταιρεία είναι ιδιωτική. Στο μικρό αεροπλάνο των 72 θέσεων δεν υπάρχουν διακεκριμένες θέσεις. Οι τιμές των εισιτηρίων είναι παραπλήσιες. Ο VΙΡ θα πλήρωσε ίδια, λιγότερα ή και καθόλου. Στη βαλκανική τούτη χώρα, ο κάθε αυτοαποκαλούμενος VΙΡ μπορεί να καθυστερήσει αεροπορικές πτήσεις, να στερήσει την έγκαιρη άφιξη σε συνεπιβάτες που πηγαίνουν στη δουλειά τους, σε επαγγελματικά ραντεβού, ή σε ασθενείς που έχουν ραντεβού με τον γιατρό τους. Ο ναρκισσισμός του VΙΡ επιβεβαιώνεται από τη γλοιώδη, αντιεπιχειρηματική συμπεριφορά της αεροπορικής εταιρείας.
Πτέρυγα Θέσεων μεγάλου νοσηλευτικού ιδρύματος της χώρας. Ποιοι νοσηλεύονται στα κρεβάτια των Θέσεων; Κρυπτοϊδιωτικοί άρρωστοι των γιατρών, εφοπλιστές, πολιτικοί και άλλοι επώνυμοι. Πιστεύετε ότι πληρώνουν διαφορετικό κόστος νοσηλείας; Οχι βέβαια! Στο Ελλαδιστάν τίποτε δεν μετριέται, τίποτε δεν αξιολογείται, κανένας δεν νοιάζεται για το δημόσιο χρήμα. Τα αιωνόβια χούγια της καθ΄ ημάς Ανατολής παραμένουν αναλλοίωτα: οι αφεντάδες τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης από τους ραγιάδες.
Διακεκριμένος πολίτης μιας επαρχιακής πόλης έχει ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Θεό. Κυριακή πρωί, μπαίνει σεμνά στην εκκλησία. Δίνει τον οβολό του στο παγκάρι, ανάβει το κεράκι του και ήσυχα αποσύρεται σε μια γωνιά να αυτοσυγκεντρωθεί. Ο επίτροπος της εκκλησίας τον αναγνωρίζει και, με αγωνία, τρέχει κοντά του. Με σιγανή φωνή τού υποδεικνύει ότι η θέση του είναι δίπλα στο περίοπτο Δεσποτικό, όχι στην απόμακρη γωνιά. Ο συγκεκριμένος πιστός είναι «επώνυμος», VΙΡ, όχι ένας ανώνυμος προσκυνητής. Στον Οίκο του Θεού, όπου όλοι υποτίθεται πως είναι ίσοι («Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού») οι διακρίσεις ζουν και βασιλεύουν. Αν οι χριστιανοί δεν είναι ίσοι στην κατ΄ εξοχήν εξισωτική εκκλησία τους, πρέπει να απορούμε που οι πολίτες δεν αντιμετωπίζονται ως ίσοι στην τύποις εξισωτική πολιτεία τους;
Πανεπιστήμιο. Η προσφορά ενός στους πέντε πανεπιστημιακούς είναι απελπιστική. Διδάσκουν λίγες ώρες, κανένας δεν ελέγχει την ποιότητα της διδασκαλίας τους, κανένας δεν αξιολογεί τη μεταδοτική τους ικανότητα. Ερχονται και φεύγουν από το πανεπιστήμιο σαν κομήτες. Οι προϊστάμενοί τους δεν έχουν δύναμη να τους ελέγξουν. Οι «ελεγχόμενοι» είναι οι «πελάτες» τους, αυτοί τους ανέβασαν στον θώκο εξουσίας που κατέχουν. Επιπλέον, εάν κάποιος προσπαθήσει να ελέγξει τον ανεπαρκή (ή παρανομούντα) πανεπιστημιακό, θα βρει σκληρά απέναντί του τους συνδικαλιστές ομοτέχνους του. Η διοίκηση του πανεπιστημίου θέλει να τα έχει καλά με όλους: οι έλεγχοι φέρνουν προστριβές, προσελκύουν την προσοχή των ΜΜΕ, μειώνουν την «αίγλη» των αξιωματούχων και, κατά συνέπεια, τις πιθανότητες αναρρίχησής τους σε άλλες περίοπτες θέσεις. Πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις λοξοκοιτάζουν για μια θέση στην Ακαδημία, στα ψηφοδέλτια Επικρατείας των κομμάτων, στις ανώτατες θέσεις δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών. Το παράδειγμα του δασκάλου που δεν αφοσιώνεται στο έργο του, αρνείται τους ελέγχους και προετοιμάζει τα επόμενα στάδια της κοινωνικής αναρρίχησής του είναι καταστροφικό και για το πανεπιστήμιο και για τις νεότερες γενιές. Εκπέμπει όλα τα λάθος μηνύματα. Είναι τυχαίο ότι οι ολίγιστοι πανεπιστημιακοί αντιδρούν τόσο λυσσαλέα στην αξιολόγηση; Διαθέτοντας αξιοπρέπεια, δεν θέλουν να δείξουν τη γύμνια τους, οι άνθρωποι!
Δημόσιος υπάλληλος προσέρχεται το πρωί κανονικά στην υπηρεσία του. Παραμένει δυο-τρεις ώρες και αναχωρεί σαν κύριος! Κανένας δεν τον αναζητεί. Κανένας δεν ελέγχει αν έκανε τη δουλειά του. Ηρεμος και ανενόχλητος συνεχίζει τη μέρα του αλλάζοντας δουλειά: είναι έμπορος του ποδαριού. Τρέχει όλη μέρα με μια τσάντα, επισκέπτεται τους πελάτες του, διακινεί το εμπόρευμα. Τιμολόγια και αποδείξεις είναι απαγορευμένες· η διακίνηση μαύρη. Ετσι μαύρο ήρθε στα χέρια του και το εμπόρευμα. Το μεσημέρι, συνάδελφοί του «χτυπάν» την κάρτα του. Είναι όλοι στο κόλπο. Εχουν όλοι συμφέρον από τη δεύτερη δουλειά. Ολοι ικανοποιούνται.
Ο λαθρεπιβάτης υπάλληλος αποζημιώνεται όπως και οι άλλοι, ασχέτως αν η προσφορά στην υπηρεσία είναι μηδενική. Αυτός πλουτίζει, άλλοι πληρώνουν τα σπασμένα.
Βαθιά μέσα μας ξέρουμε γιατί χρεοκοπήσαμε. Δεν χρειαζόμασταν τον Στρος-Καν για να μάθουμε ότι ζούμε «στα σκατά». Χρειαζόμασταν όμως τη χρεοκοπία για να το συνειδητοποιήσουμε.
Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι καθηγητής της Ιατρικής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ