«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό» τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο (λίαν επίκαιρο) «Περιβόλι του τρελού».
Πολλά ήταν τα ψέματα και δεν αντέχουμε άλλα, καθώς μας φτάσανε ως εδώ. Κι όμως τα συνεχίζουμε χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ!…
Η χώρα ολόκληρη έχει μεταλλαχθεί σε ένα γιγάντιο σουρωτήρι, στο οποίο ότι και να ρίχνεις, ποτέ του δεν γεμίζει. Η κυβέρνηση κάνει αγώνα δρόμου για να μαζέψει λεφτά να ρίξει μέσα, αγώνα που, εν τω μεταξύ, διαλύει την κοινωνία, όμως το σουρωτήρι αδειάζει στο δευτερόλεπτο. Γιατί αδειάζει; Για δύο λόγους:
Πρώτον, επειδή πάλι λέμε ψέματα και τα έσοδα δεν αναζητούνται (ακόμα!) από εκεί που θα έπρεπε (λ.χ., λαθρεμπόριο στα καύσιμα, φόροι ομάδων που δεν πληρώνουν κοκ) αλλά συνεχίζουν να στίβονται όσοι δεν μπορούν να δώσουν άλλο και, ταυτόχρονα, με τους «τυφλούς» φόρους που οργιάζουν να ισοπεδώνεται κάθε έννοια «αγοράς».
Και, δεύτερον, επειδή εκτός από την παταγώδη αποτυχία στα έσοδα και οι δαπάνες καλά κρατούν. Κατ’ ουσία τίποτα δεν έχει γίνει σε αυτή την κατεύθυνση. Το κράτος παραμένει μεγάλο και αδηφάγο όπως ακριβώς ήταν, ο κύριος φορέας σπατάλης. Κι εδώ ακριβώς είναι που λέμε το πιο μεγάλο ψέμα.
Από που προέρχεται το μέγα μέρος αυτής της σπατάλης; Από το γεγονός ότι το κράτος είναι μακράν ο μεγαλύτερος εργοδότης σε αυτή τη χώρα. Κι αυτό δεν αφορά μόνον τους μισθούς, αλλά το ίδιο το μέγεθος και τη συγκρότησή του. Αυτή η ιδιότητά του είναι και η πηγή των πιο μεγάλων δημοσιονομικών δεινών. Κι αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από το παρελθόν: η έννοια κράτος μέγας εργοδότης δεν γίνεται άλλο ανεκτή σήμερα γιατί – εκτός κι αν βγάζεις πετρέλαια – τα ανεξέλεγκτα χρέη και τα ελλείμματά του – αποτελούν νομοτέλεια από την οποία ουδείς μπορεί να ξεφύγει, τουλάχιστον σε αυτό το βιοτικό επίπεδο που θέλουμε να έχουμε σήμερα.
Συνεπώς, για να θεραπευθεί το πρόβλημα, ένας τρόπος υπάρχει. Να σταματήσει να είναι ο μέγας εργοδότης. Κάποιοι θα έλεγαν να μείνουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αύριο στο δρόμο. Ομως αυτό ούτε γίνεται, ούτε θα έπρεπε να γίνει.
Ετσι, η μόνη λύση για να σπάσει ο φαύλος κύκλος, θα ήταν να αρχίσουν να υπάρχουν κι άλλοι εργοδότες από τον ιδιωτικό τομέα. Να γίνονται δουλειές. Όμως, η κυβέρνηση μοιάζει να έχει βαλθεί να κάνει ότι μπορεί για να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο.
Ο συνδιασμός των ξεχασμένων σοσιαλιστικών της καταβολών με την ανάγκη της να μαζέψει όπως κι από όπου μπορεί λεφτά, είναι συνδιασμός που, στην κυριολεξία, σκοτώνει. Σκοτώνει κάθε δυνατότητα για επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Πρέπει να είναι περίπου παρανοικός, ή να έχει «την ιδέα του αιώνα» όποιος, σε αυτές τις συνθήκες, ανοίξει μια νέα δουλειά.
Η μοναδική ελπίδα αυτής της χώρας, αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακόμα κάποια ελπίδα, περνάει μόνον μέσα από εκεί: από τις νέες δουλειές που μπορεί να ανοίξουν.
Ας το καταλάβουν επιτέλους οι κυβερνώντες κι ας κάνουν ότι μπορούν, ας κινήσουν γη και ουρανό για να γίνει μια νέα αρχή. Κι όπως έλεγαν και οι στίχοι του Φώντα Λάδη στα «Τραγούδια απ’ τη Γερμανία» του Μίκη Θεοδωράκη πριν τη χούντα, «απ’ τα πολλά που υπόσχεστε αφήσαμε γενιάδα. Κάντε κανα εργοστάσιο, να ρθουμε στην Ελλάδα». Εκεί πίσω γυρίσαμε…