Πριν αρκετά χρόνια, την εποχή της -πλασματικής- ευμάρειας και της ωραίας δραχμής, ένας από τους πιο γνωστούς τροφοδότες κοινωνικών εκδηλώσεων ή ιδιοκτήτης catering, αν προτιμάτε, μου περιέγραφε την τραγελαφική συμπεριφορά της μεγάλης πλειοψηφίας των, επωνύμων, πελατών του.
«Είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν, με ευκολία και χωρίς συζήτηση, ακόμα και 50.000 δραχμές το άτομο, για το φαγητό μιας εκδήλωσης, αλλά όταν φτάσουμε στο κρασί, τους πιάνει μια ανεξήγητη τσιγκουνιά κι αρχίζουν τα παζάρια. Και μη φανταστείς ότι τα παζάρια γίνονται για να εξασφαλίσουν καλύτερη τιμή, σ’ ένα καλό μπουκάλι. Οχι, το ζητούμενο είναι το φτηνότερο κρασί, ανεξάρτητα από την ποιότητά του. Ετσι, συχνά καταλήγουμε να σερβίρουμε χύμα, από μικρά βαρελάκια ή στην καλύτερη περίπτωση, ένα εμφιαλωμένο, που το μοναδικό του προτέρημα είναι η πολύ χαμηλή τιμή του».
Πέρασε πολύς καιρός από τότε, όμως μένω με την εντύπωση πως ελάχιστα έχει αλλάξει αυτή η εικόνα. Το κρασί παίζει ακόμα το ρόλο του κομπάρσου στο τραπέζι κι όχι του ισότιμου και απαραίτητου συντρόφου του φαγητού. Διαβάζω, από επαγγελματική διαστροφή ίσως, τις κριτικές εστιατορίων, που δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα. Μαθαίνω λοιπόν για την έμπνευση του σχεδιαστή, την προγιαγιά του μάγειρα, την προέλευση των φωτιστικών, όμως σπάνια, έως πολύ σπάνια, βρίσκω δυο λέξεις, μια πληροφορία, ένα σχόλιο για τα κρασιά, τις τιμές και τη λογικότητά τους, το ταίριασμά τους με τα πιάτα και το ύφος του εστιατορίου.
{{{ moto }}}
Το ίδιο και στις πολλές μαγειρικές ή περίπου μαγειρικές εκπομπές, της τηλεόρασης. Βλέπουμε φιλόδοξα και λαλίστατα «μαρμιτόνια», να διαγωνίζονται για την κατάκτηση βαρύγδουπων τίτλων σεφ, άμεσα και έμμεσα εξαργυρώσιμων σε χρήμα, συμπαθέστατους και ικανούς μάγειρες να μας αποκαλύπτουν τα μυστικά της τέχνης τους ή γλυκύτατες κυρίες να ετοιμάζουν φαγητά, με ό,τι βρίσκεται στο ντουλάπι τους. Αλλά για κρασί, ούτε κουβέντα!
Σαν να μην είναι αυτό που θα αναδείξει και θα ολοκληρώσει κάθε γαστρονομική δημιουργία, σαν να μην αποτελεί κομμάτι της κουλτούρας αυτού του τόπου, εδώ και χιλιάδες χρόνια, σαν να μην υπάρχουν εκατοντάδες ετικέτες, φτιαγμένες με γνώση και αγάπη, που μπορούν να προσφέρουν απόλαυση, κάθε στιγμή.
Αφού όμως, κανείς άλλος δεν ασχολείται, ας νοιαστούμε τουλάχιστον εμείς, οι καταναλωτές. Ας φροντίσουμε την… πόση μας, όσο και τη βρώση μας. Γιατί αλλιώς, κάποιοι θα μας πουλάνε ό,τι θέλουν και σ’ όποια τιμή θέλουν!
ΥΓ. Συνεχίζω να ελπίζω, ότι οι οργανωμένες ενώσεις των οινοπαραγωγών, κάποτε θα ξεκινήσουν μια συστηματική εκστρατεία ενημέρωσης για το κρασί, το δικό μας, το ελληνικό εμφιαλωμένο κρασί, εδώ στην Ελλάδα. Γιατί καλές οι ξένες αγορές, αλλά μην αφήνουμε και διψασμένη την αυλή μας!