Το ένα τους βρωμάει, το άλλο τους ξινίζει. Οι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί πάσχουν από το σύνδρομο της παρατεταμένης απόρριψης. Δεν έχει να κάνει με κόμματα, δεν έχει να κάνει με υπουργούς, δεν έχει να κάνει καν με την εκπαιδευτική διαδικασία. Η τελευταία ανάνευσις είχε αφορμή την πρόταση της κυρίας Αννας Διαμαντοπούλου να αναπληρωθούν οι ώρες που χάθηκαν στα σχολεία από τις απεργίες. Η υπουργός Παιδείας είναι υποψιασμένη: δεν έστειλε κάποια ντιρεκτίβα_ προς Θεού οι δάσκαλοι δεν σηκώνουν εντολές. Τους είπε με ήπιο τρόπο ότι θα πρέπει οι ίδιοι να βρουν τον τρόπο να συμπληρώσουν τα κενά. Ποιο είναι το σκεπτικό: τα παιδιά στο τέλος του χρόνου πρέπει να έχουν διδαχτεί συγκεκριμένη ύλη. Αν κάνουν μάθημα μέρα παρά μέρα (τη μια έχει απεργία, την επόμενη κατάληψη) τα παιδιά θα μείνουν ξύλα απελέκητα.
Οι συνδικαλιστές δάσκαλοι αντέδρασαν με τον συνήθη αντικοινωνικό τρόπο τους. Επέστρεψαν την επιστολή της υπουργού ως «απαράδεκτη», χρησιμοποιώντας την παιδαριώδη στρατηγική της μετατόπισης του θέματος. Λένε λοιπόν ότι χάνονται διδακτικές ώρες επειδή υπάρχουν κενά σε ορισμένα σχολεία. Κι επειδή χάνονται ώρες από την κακοδιαχείριση του προσωπικού, πρέπει να χαθούν κι άλλες, αναρίθμητες, από τις απεργίες, τις στάσεις και τις αντιστάσεις. Να σημειωθεί ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα να χάσουν δυο μέρες μάθημα προκειμένου να κάνουν εκλογές για τα συνδικαλιστικά τους όργανα: δεν μπορούν να ψηφίσουν το απόγευμα. Επίσης απαιτούν όταν κάνουν κάποιο επιμορφωτικό σεμινάριο να γίνεται την ώρα της δουλειάς. Οι απαιτήσεις τους αφορούν πάντοτε το μικρό, το ατομικό. Ουδέποτε κατέθεσαν μια συγκροτημένη και ρεαλιστική πρόταση για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Οποτεδήποτε επιχειρήθηκε μια μεγάλη μεταρρύθμιση οι συνδικαλιστές των θρανίων αντέδρασαν βίαια. Να θυμηθούμε ως υπουργούς τον κ. Κοντογιαννόπουλο, τον κ. Αρσένη, την κυρία Γιαννάκου που διεξήγαγαν μάταιους αγώνες για μια γόνιμη συζήτηση. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι κατά την τελευταία εικοσαετία οι συνδικαλιστές παρέδωσαν καταπληκτικά μαθήματα περιφρόνησης του σχολείου. Είναι περήφανοι για το αγωνιστικό πνεύμα των μαθητών που κάνουν καταλήψεις: ουδέποτε εξέδωσαν ανακοίνωση που να καταδικάζει την απώλεια διδακτικών ωρών. Ουδέποτε εξέφρασαν αγωνία για το αν επιτελείται το έργο που έχουν αναλάβει. Μορφώνονται τα παιδιά στο δημόσιο σχολείο; Μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα; Πετυχαίνουν στις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο αν αρκεστούν στο δωρεάν μάθημα; Όχι. Η απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης οδηγεί τα παιδιά στην παραπαιδεία.
Στα φροντιστήρια κανείς δεν απεργεί. Στα ιδιαίτερα κανείς δεν απέχει από τα καθήκοντά του. Το διαλυμένο σχολείο φουσκώνει τις τσέπες των εκπαιδευτικών του δημοσίου. Φτάσαμε στο σημείο να κάνουν ιδιαίτερα τα παιδιά του Δημοτικού. Δεν λέμε τίποτε καινούργιο_ όλα αυτά καταγράφονται σε αριθμούς κάθε χρόνο. Και δεν είναι θέμα Διαμαντοπούλου (οι υπουργοί έρχονται και παρέρχονται: τέσσερις έχουν περάσει από την Παιδεία σε τρία χρόνια). Δεν ξέρουμε πάντως αν οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τους συνδικαλιστές τους. Αυτή είναι μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας: ασχολούνται με τα κοινά οι μηδενιστές και όσοι αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της κοινωνίας. Εκείνοι που βοηθούν τα παιδιά να ανθίσουν ασχολούνται με πιο δημιουργικές δραστηριότητες και κυρίως ασχολούνται με το μάθημά τους.