Είναι γνωστό και διαχρονικό το ερώτημα του Βίσμαρκ: Πώς να πιστεύσει κανείς την Ιστορία, όταν για γεγονότα που έγιναν μόλις χθες, λέγονται τόσα ψεύδη; Είναι σύνηθες τα κομματικά πάθη έξαλλων και φανατισμένων πολιτών και πολιτικών να διαστρεβλώνουν κοινώς γνωστά ή πασίδηλα αντικειμενικά γεγονότα.
Η πάροδος δύο περίπου δεκαετιών από την εποχή της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο θα ανέμενε κανείς να επιφέρει εξασθένηση των παθών και θα επέτρεπε να διαφανεί η αλήθεια, ως προς την υπόθεση, που είχε πράγματι συγκλονίσει την ελληνική πολιτική ζωή. Ομως, εμπαθείς, απερίσκεπτοι, κακόπιστοι ή και ανενημέρωτοι πολιτικοί και «δημοσιογραφούντες» εξακολουθούν να αναμηρυκάζουν κατά καιρούς όσα η κομματική προπαγάνδα κυκλοφορούσε κατά την εποχή της δίκης, για να μειώσει το κύρος του άνω δικαστηρίου και ειδικότερα του Προέδρου του, ώστε τυχόν καταδικαστική απόφαση να καταγγελθεί ως διαβλητή.
Κάθε τόσο γίνεται λόγος στα ΜΜΕ για «βρώμικο ΄89», για δίκες με… «γουνάκια» και για ποδηγετούμενη Δικαιοσύνη. Κανένας σεβασμός προς την αλήθεια. Καμία αισχύνη εκείνων που αρνήθηκαν αυτά που είχαν καταγγείλει. Καμία αποδοκιμασία αυτών που παραβίασαν βάναυσα τους νόμους του κράτους, για να απειλήσουν, καταπτοήσουν ή να επηρεάσουν μάρτυρες και μέλη του δικαστηρίου. Αυτοί που θέλησαν να αυτοπροβληθούν, σχολιάζοντες τη δίκη, για δικό του καθένας λόγο, μπορεί να μην απέκρυψαν την προσπάθειά τους να εξέλθουν από την αφάνεια, αλλά δεν συνέβαλαν στη διαφώτιση του ιστορικού μελετητή.
Ναι, υπήρξε βρώμικο το 1989. Αλλά μόνο διότι ένας επιτήδειος καταχράστηκε τις καταθέσεις του λαού, δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων για ίδιο όφελος. Και προπαντός διότι, ενώ το πανελλήνιο βοούσε περί του σκανδάλου, λεπτομέρειες του οποίου εδημοσίευε ο Τύπος καθημε ρινώς, η τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου όχι μόνο εκώφευε, αλλά και έσπευσε να προστατεύσει τον καταχραστή, από τον έλεγχο της Τραπέζης της Ελλάδος, με ειδικό νόμο, αντί ανταλλάγματος δύο εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία εισέρρευσαν στους προσωπικούς λογαριασμούς τού τότε Αντιπροέδρου της και της συζύγου του στο εξωτερικό.
Ωστόσο οι διαστρεβλωτές της πραγματικότητας χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «βρώμικο», διότι την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο απεφάσισε μια «ευκαιριακή πολιτική συμμαχία» της ΝΔ και της άκρας Αριστεράς. Αν και αυτή έγινε για να μην επέλθει παραγραφή των εγκλημάτων. Διότι, στη συνέχεια, η «συμμαχία» αυτή διαλύθηκε.
Επιμελής αποσιώπηση
Τη δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο της Τραπέζης Κρήτης δεν προεκάλεσαν οι δικαστές της συνθέσεως αυτού. Τον πρόεδρό του όριζε το Σύνταγμα. Οι δικαστές επελέγησαν από τη Βουλή διά κληρώσεως. Το έργο τους δεν ήταν απλό, ούτε ευχάριστο, αλλά πολύ δυσάρεστο και επώδυνο. Επραξαν όμως το καθήκον τους εις το ακέραιο, καθένας σύμφωνα με την κρίση του και τη συνείδησή του. Την ανάμειξη της Βουλής για την έρευνα του σκανδάλου προεκάλεσε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, με δήλωσή του που ανακοινώθηκε στη Βουλή την 5η Ιουλίου 1989, από τον τότε πρόεδρό της Αθανάσιο Τσαλδάρη, κάτι που αποσιωπάται επιμελώς από όλους.
Με τη δήλωση αυτή ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ καλούσε τις κομματικές δυνάμεις «να καταθέσουν αμέσως πρόταση για την κίνηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με συγκεκριμένες κατηγορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του Συντάγματος και τις ρυθμίσεις του Κανονισμού της Βουλής». Υπενθύμιζε μάλιστα ότι στην τελευταία συνεδρίαση της προηγουμένης και διαλυθείσης Βουλής το ΠαΣοΚ, διά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του, τόνισε ότι θα συνδράμει με τις δυνάμεις του τη Βουλή στην πλήρη διαλεύκανση της υποθέσεως, με κίνηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Ετσι άρχισε η έρευνα της Βουλής. Τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής και την απόφαση της παραπομπής απεφάσισε η πλειοψηφία της Βουλής. Μάλιστα την παραπομπή του Αγ. Κουτσόγιωργα ψήφισαν και πολλές δεκάδες βουλευτών του ΠαΣοΚ. Η αποκάλυψη και καταγγελία του σκανδάλου έγινε διά δημοσιευμάτων όλων σχεδόν των εφημερίδων και ιδιαιτέρως της «Ελευθεροτυπίας», του «Εθνους» και των «Νέων». Μάλιστα ο αείμνηστος ιδιοκτήτης της «Ελευθεροτυπίας» Χ. Τεγόπουλος, για να καταδείξει την ευθύνη του Ανδρέα Παπανδρέου εκ της παρα λείψεώς του να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά του Κοσκωτά, προς προστασία των καταθετών, εδημοσίευσε άρθρο με τον τίτλο «Συνένοχος ή βλαξ»!
Τα στοιχείαγια ορισμένες πράξεις ήταν, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, κραυγαλέα. Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να αναφερθούν στο παρόν. Παρατίθενται βεβαίως στο σκεπτικό της αποφάσεως. Αμφιβάλλω όμως αν το έχουν αναγνώσει όλοι όσοι τη σχολιάζουν. Ηταν χαρακτηριστική και εύστοχη η υπόμνηση προς το δικαστήριο του εκ των κατηγόρων βουλευτού της ΝΔ, καθηγητού Πανεπιστημίου και πρώην εισαγγελέως, κ. Κ. Κωνσταντινίδη, ότι σπανίως έρχονται στα δικαστήρια υποθέσεις με τόσο πολλά και σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία.
Οι κατήγοροι βουλευτές ήσαν όλοι ικανότατοι και έπραξαν ευσυνειδήτως το καθήκον τους στην ιστορική αυτή δίκη, αψηφίσαντες τις εναντίον τους ασυνήθεις αντιδράσεις ορισμένων παραγόντων της υπερασπίσεως. Ησαν δε και στις προτάσεις τους προς το δικαστήριο κατά κανόνα συνεπείς προς τις αγορεύσεις τους και τα προκύψαντα εκ της διαδικασίας στοιχεία.
Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως (τις πρωινές ώρες) ήταν φυσικό να αναγνωσθεί ένα σύντομο σκεπτικό, συμπληρωθέν κατά την καθαρογραφή αυτής. Ολοι οι δικηγόροι γνωρίζουν ότι εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να αναγνωσθεί πλήρες σκεπτικό, ακόμη και στις σοβαρότατες δίκες.
Η τηλεοπτική κάλυψη
Το δικαστήριο απεφάσισε να δοθεί ευρεία δημοσιότητα της διαδικασίας, διά της τηλεοπτικής καλύψεως των συνεδριάσεών του, όχι μόνο διότι του το ζητούσαν το υπουργείο Δικαιοσύνης (που είχε μεριμνήσει για τις αναγκαίες τεχνικές εγκαταστάσεις προ της δίκης) και πολλά τηλεοπτικά δίκτυα, αλλά και διότι έκρινε ότι δι΄ αυτής κατοχυρούται περισσότερο η αμεροληψία του. Παλαιοί δικαστές και δικηγόροι δεν συμφωνούσαν με τη δημοσιότητα αυτή. Αλλά το δικαστήριο δεν επηρεάσθηκε από τις αντιδράσεις τους. Ακόμη και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας αείμνηστος Κ. Καραμανλής σε εκδήλωση του Προεδρικού Μεγάρου ρώτησε τον Πρόεδρο του δικαστηρίου γιατί είχε επιτραπεί η τηλεόραση στις συνεδριάσεις του. Εκείνος απήντησε: Διότι είχε δημιουργηθεί προηγούμενο με τη δίκη των πρωταιτίων και, αν δεν είχε επιτραπεί η τηλεόραση σε μια δίκη με πολιτικές επιπτώσεις, θα ήταν δυνατόν οι δικαστές να παρεξηγηθούν.
Το δικαστήριο επίσης ακολούθησε την επιεική άποψη της δυνατότητος των κατηγορουμένων να μην παρίστανται στις συνεδριάσεις του, καθώς και την άποψη ότι οι συνήγοροι των παρόντων κατηγορουμένων ηδύναντο να υποβάλλουν ερωτήσεις υπέρ των απόντων, τις οποίες άλλωστε και αυτεπαγγέλτως όφειλε να εξετάσει τούτο. Εν τούτοις, η οργανωμένη προπαγάνδα έπραξε το παν για να κηλιδώσει το κύρος του και να καταπτοήσει τους μάρτυρες στο ακροατήριο.
Ολες οι συκοφαντίες και όλες οι απειλές χρησιμοποιήθηκαν κατά του Προέδρου και ορισμένων μελών του δικαστηρίου. Παραδικαστήρια συνεδρίαζαν καθημερινώς για να παραποιούν τα λεγόμενα κατά το δοκούν. Εξειδικευμένοι τάχα νομικοί ερμήνευαν το «πνεύμα» και τη «σκοπιμότητα» των υποβαλλομένων στο δικαστήριο ερωτήσεων. Αγριες ύβρεις κατά του Προέδρου είχαν γραφεί στα τοιχία των πέριξ του Πολυτεχνείου του Ζωγράφου χώρων. Κακόηθες συκοφαντικό δημοσίευμα εφημερίδος που κυκλοφόρησε τότε προσέβαλε βαναύσως τη τιμή και την υπόληψη του Προέδρου.
Οι «κεκράκτες» και τα «γουνάκια»
Επιστρατευμένοι «κεκράκτες» έξω από το δικαστήριο, μεταφερόμενοι καθημερινώς με πούλμαν και συστηματικώς τροφοδοτούμενοι, προφανώς από κομματικούς παράγοντες, εκραύγαζαν αποδοκιμαστικά συνθήματα κατά του Προέδρου, των δικαστών και των κατηγόρων, ενώ συνεδρίαζε το δικαστήριο. Προδήλως κατευθυνόμενα πλήθη εκραύγαζαν στη Μητρόπολη, κατά την κηδεία του Αγ. Κουτσόγιωργα, «δολοφόνε Κόκκινε»! Πολλοί βουλευτές του ΠαΣοΚ ήσαν συχνά στο ακροατήριο. Οποιος μάρτυς τολμούσε να καταθέσει επιβαρυντικά στοιχεία αποδοκιμαζόταν και χλευαζόταν. Η προστασία της πολιτείας και της Αστυνομίας ενώπιον αυτών των φαινομένων βίας και ελλείψεως στοιχειώδους νομικού πολιτισμού ήταν εντελώς απούσα.
Εκείνοι που ex officio όφειλαν να αντιδράσουν υπέρ της προστασίας του θεσμού της δικαιοσύνης, ακρογωνιαίου λίθου του κράτους δικαίου, σιωπούσαν. Ο λαϊκισμός και η προπαγάνδα εξετρέποντο καθημερινώς σε απαξιωτικούς σχολιασμούς. Αντικείμενο αυτών και τα «γουνάκια» της τηβέννου του Προέδρου του δικαστηρίου, επιβεβλημένης σε όλα τα ανώτατα δικαστήρια του πολιτισμένου κόσμου.
Στην Αγγλία, μάλιστα, για το ενιαίο της εμφανίσεώς τους οι δικαστές φορούν και «περούκες», χωρίς αυτό να προκαλεί ειρωνικά σχόλια. Αλλωστε από πολλών ετών και στο ημέτερο Ναυτοδικείο Πειραιώς επιβάλλεται η τήβεννος ακόμη και στους παρισταμένους εις το ακροατήριο δικηγόρους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, τη χρήση της τηβέννου, για το κύρος του δικαστηρίου και της χώρας, ζητούσαν και ορισμένα τηλεοπτικά δίκτυα, εν όψει του ότι θα μετέδιδαν αποσπάσματα της δίκης σε όλον τον κόσμο.
Στο πλαίσιο της οργανωμένης προπαγάνδας απαξιώσεως του δικαστηρίου προεβλήθη από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων ότι ο Πρόεδρος δήθεν επισκέφθηκε τον τότε πρωθυπουργό κ. Κ. Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου ή κατ΄ άλλους στο Μέγαρο Σταθάτου κατά τη διάρκεια της δίκης. Επικαλέστηκαν δε και καταχώριση στο βιβλίο εισερχομένων του επωνύμου Κόκκινος, το οποίο όμως αναφερόταν σε έναν συνεπώνυμο πολιτικό μηχανικό επισκεφθέντα τον πρωθυπουργό υπό την ιδιότητά του ως υπευθύνου της αποκαταστάσεως των Ελληνοποντίων. Το ότι αν είχε επισκεφθεί ο Πρόεδρος τον πρωθυπουργό θα φωτογραφιζόταν ασφαλώς από τους παρακολουθούντες αυτόν και από πλευράς κατηγορουμένων ουδείς δημοσιογράφος σκέφθηκε να επισημάνει.
Ο κ. Βασίλειος Κόκκινος είναι επίτιμος πρόεδρος του Αρείου Πάγου.