Το ευρώ είναι ένα ατελές νόμισμα. Το γεγονός ότι στερείται ενός επαρκούς προϋπολογισμού δεν του επιτρέπει να ομοιογενοποιήσει οικονομίες με διαφορετικά δομικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι στερείται «κυριαρχίας» και δυνατότητας κοινού δανεισμού αλλά και δανεισμού ύστατης ανάγκης το καθιστά «μη νόμισμα» στις περιπτώσεις όπου προβάλλουν έκτακτες ανάγκες. Ετσι χώρες που βρίσκονται σε αυτή την ανάγκη γίνονται έρμαιο των αγορών, εύκολη λεία για τους κερδοσκόπους, πράγμα που ως χώρα το ζήσαμε ήδη και συνεχίζουμε να το ζούμε. Το ευρώ, λοιπόν, υπό τη μορφή που υπάρχει, θεσμοθετεί την επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής, της εργασίας και της κοινωνίας. Αντί να εποπτεύει και να ρυθμίζει τις αγορές, τελεί το ίδιο υπό τον αδυσώπητο έλεγχο, τη διαρκή εποπτεία και αξιολόγησή τους με κριτήρια αποκλειστικά κερδοσκοπικά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ούτε παράδοξο που η τρέχουσα δομική κρίση του καπιταλισμού, η μεγαλύτερη έπειτα από εκείνη του 1929, θέτει την αρχιτεκτονική, τον ρόλο, ακόμη και τη βιωσιμότητα του ευρώ υπό δοκιμασία. Θα μπορούσε αυτή η δοκιμασία να φτάσει ως και την πλήρη ακύρωση του ευρώ; Υπάρχουν, νομίζω, τρεις εκδοχές για το τέλος του σημερινού, πολιτικά και θεσμικά νηπιακού, ευρώ, η καθεμιά από τις οποίες θα οδηγούσε σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Η πρώτη είναι το ευρώ να αμφισβητηθεί ως αποτέλεσμα κοινών αγώνων των εργαζομένων που θα έφθαναν ως την ακύρωση του μισθολογικού, του κοινωνικού και του φορολογικού ντάμπινγκ. Κάτι τέτοιο θα ακύρωνε την ταξική ουσία και τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική του ευρώ, αλλά αυτό θα γινόταν πάνω σε μια κοινωνική βάση αλληλεγγύης που θα επέτρεπε την αναθεμελίωση του ευρώ και της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας σε νέες, ισχυρές, νομιμοποιητικές βάσεις. Θα ήταν μια «δημιουργική καταστροφή» αλλά και μετασχηματισμός του σημερινού νεοφιλελεύθερου ευρώ σε ένα νέο, κοινωνικά νομιμοποιημένο και ισχυρό ευρώ.
Η δεύτερη είναι το ευρώ να καταρρεύσει ως αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων εμμονών και αγεφύρωτων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων. Η εμμονή π.χ. της κυρίαρχης τάξης της Γερμανίας ότι όλες οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει, μέσω της συμπίεσης των μισθών και του κοινωνικού κράτους, να «ομοι
ογενοποιηθούν» οικονομικά με το δικό της μοντέλο θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στη διάλυση ή στη διάσπαση της ευρωζώνης υπό τη σημερινή της μορφή, αφού αυτή η βίαιη και αντικοινωνική «ομοιογενοποίηση» είναι αδύνατη. Αλλά και αν συνέβαινε, αν δηλαδή όλες οι χώρες της ευρωζώνης εξαρτούσαν την ανάπτυξή τους από τις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, αυτό θα επιδείνωνε τις παγκόσμιες ανισορροπίες και την παγκόσμια κρίση, που, εκτός των άλλων, είναι και μια κρίση σχετικής υπερπαραγωγής, άρα μια τέτοια Ευρώπη δεν θα ήταν βιώσιμη.
Αν, λοιπόν, η διάλυση ή η διάσπαση της ευρωζώνης προέκυπτε ως αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων εμμονών και ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, τότε οι ανταγωνισμοί αυτοί θα συνεχίζονταν και μετά τη διάλυση ή τη διάσπαση της ευρωζώνης και μάλιστα θα έπαιρναν οξύτερες και επικίνδυνες ενδεχομένως μορφές.
Μια τέτοια εξέλιξη όμως δεν είναι μοιραία. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή. Μικρά βήματα προόδου θα μπορούσαν και σήμερα να συντελεστούν, υπό την αδήριτη πίεση των αναγκών, με την αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ ώστε αυτή να λειτουργεί ως δανειστής ύστατης ανάγκης, με τη μετατροπή μέρους του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών σε ευρωπαϊκό χρέος, με την έκδοση ευρωομολόγων ώστε να αποτρέπεται η διαμόρφωση τοκογλυφικών επιτοκίων, με τη χρηματοδότηση κοινωνικών, αναπτυξιακών και οικολογικών υποδομών από την ΕΚΤ και από το προϊόν κοινών φόρων.
Τέτοια μέτρα είναι αναγκαία και μπορούν να αποτρέψουν τα χειρότερα και να θωρακίσουν το ευρώ, τουλάχιστον πρόσκαιρα. Είναι όμως ανεπαρκή αν δεν συνοδεύονται από την καθιέρωση κοινών κατώτατων φορολογικών συντελεστών επί του κεφαλαίου, κοινών κατώτατων μισθών και κοινού, εγγυημένου βασικού εισοδήματος, σε συνάρτηση με το επίπεδο ανάπτυξης και των μέσων μισθών στην κάθε χώρα. Τέτοιες προτάσεις πριν από λίγο θεωρούνταν εξωφρενικές. Τώρα αναγνωρίζονται ολοένα και από πιο πολλούς ως βασικές προϋποθέσεις για να αποτραπεί η διάλυση του ευρώ και η πλήρης απονομιμοποίηση της ΕΕ.
Φαίνεται λοιπόν ότι το ευρώ που γνωρίσαμε ως τώρα ολοκληρώνει τον κύκλο του. Ή θα ενισχυθεί πολιτικά, κοινωνικά και θεσμικά και στη βάση αυτή θα αναζωογονηθεί ή θα μαραζώνει μέσα από τις διαδοχικές κρίσεις του. Το τι θα γίνει πάντως εξαρτάται και από τη στάση των εργαζομένων, των λαών και των κοινωνιών της Ευρώπης και της κάθε χώρας ξεχωριστά.
Ο κ. Γιάννης Δραγασάκης είναι πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ