Σε δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου (21.2.10, 23.5.10) μιλούσα για την ιδεολογηματική σήμερα πρόσληψη του Καρυωτάκη· για τους κριτικούς που διαβάζουν, εσφαλμένα, την επίκριση του καρυωτακισμού από τον Καραντώνη («Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους», 1935) ως μια προσπάθεια να χτυπηθεί το πολιτικά αριστερό- κατά την κρίση τους- περιεχόμενο της καρυωτακικής ποίησης, με σκοπό να αναχαιτιστεί η απήχησή της και να διευκολυνθεί η επιβολή τής- υποτιθεμένως συντηρητικής- ποιητικής γενιάς του ΄30. Σήμερα θα σχολιάσω μια ανάλογη παρανάγνωση του κειμένου του Καραντώνη, όχι όμως και ομόλογη, αφού τα αίτιά της δεν φαίνονται ιδεολογικά.
Πρόκειται για την εχθρικότερη ως σήμερα τοποθέτηση εναντίον της γενιάς του ΄30 ως προς την αντίθεσή της στον καρυωτακισμό· τοποθέτηση που περιέχεται στο κείμενο του Γιώργου Αράγη «Καρυωτακισμός: ένας δυσφημισμένος όρος» ( Ποίηση, αρ. 29, 2007). Για τον Αράγη η εν λόγω αντίθεση ήταν αποτέλεσμα μιας εγκληματικής συνωμοσίας: «Επινοήθηκε (από τον Καραντώνη) ο δυσφημιστικός όρος καρυωτακισμός » με «στόχο να παραμεριστεί η έντονη παρουσία του καρυωτακικού έργου. Να φύγει από τη μέση αυτό το έργο και, αν ήταν δυνατόν, να εξαφανιστεί τελείως […] για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος να ΄ρθουν στο προσκήνιο άλλοι αναδυόμενοι ποιητές». Πρωταγωνιστές της συνωμοσίας ήταν «ο αφανής εμπνευστής Γ. Κατσίμπαλης και ο φανερός εκτελεστής Καραντώνης», και συμμέτοχοι «οι Δ. Νικολαρεΐζης, Γ. Θεοτοκάς, Οδ. Ελύτης και Γ. Σεφέρης».
Ο Αράγης κατηγορεί τον Κατσίμπαλη και τον Καραντώνη για ηθική και κριτική ανεντιμότητα – για «δόλια πράξη», «ψευδολογία», «μειοδοσία στο ζήτημα της πνευματικής ελευθερίας»αλλά και τους υπόλοιπους «συνωμότες» για την απαράδεκτη, κατά τη γνώμη του, αποδοκιμασία του καρυωτακισμού, με την οποία «έγραφαν μια μελανή σελίδα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Τα στοιχεία με τα οποία είναι βέβαιος ότι τεκμηριώνει τις κατηγορίες του είναι ασύστατα, όχι μόνο γιατί είναι εσφαλμένα αυτά καθεαυτά (δεν έχω τον χώρο να το δείξω αυτό εδώ), αλλά και γιατί απορρέουν από το βασικότερο λάθος του (το αναλύω παρακάτω), που
είναι ότι ο Καραντώνης κατασκεύασε το θέμα του καρυωτακισμού κατ΄ εντολήν του Κατσίμπαλη. Ο Αράγης δεν προσκομίζει κάποια απόδειξη γι΄ αυτό παρά μόνο τα εσφαλμένα στοιχεία που ανέφερα, από τα οποία εικάζει: «Το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν το κείμενο του Καραντώνη μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο κατευθυνόμενο». Η εικασία αυτή μετατρέπεται πάραυτα, με τη βοήθεια μιας δεύτερης εικασίας του, σε απόλυτη βεβαιότητα: «Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η θέση του Καραντώνη υπαγορεύτηκε […] από τη βούληση του Κατσίμπαλη». Η δεύτερη εικασία είναι ότι ένας τόσο νέος όσο ο Καραντώνης το 1935, δεν μπορεί να «μιλάει συνεχώς για νέους». «Ποιος εκφέρει», γράφει ο Αράγης, «αυτή τη “νεο-λογία”; Μα ένας άνθρωπος πολύ νέος ο ίδιος, μόλις 25 χρόνων. Κι όμως μιλάει για τους καρυωτακικούς ποιητές σαν να ΄ναι πολύ μεγαλύτερός τους. Από το ύψος μιας ηλικίας που δεν είναι η δική του» και που «παραπέμπει στον πρεσβύτερό του Κατσίμπαλη».
Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ωφελούν τη λογοτεχνική κριτική: αποθαρρύνουν την έρευνα, καλλιεργούν την εικοτολογία, ενισχύουν τις προκαταλήψεις. Είναι φανερό ότι ο Αράγης γράφει τα παραπάνω γιατί έχει ελλιπή γνώση τόσο της ιστορίας του καρυωτακισμού όσο και του κριτικού έργου του Καραντώνη. Διότι διαφορετικά θα γνώριζε ότι δεν είναι Καραντώνης ο πρώτος που θέτει το θέμα του καρυωτακισμού αλλά ο Ν. Κάλας (ο οποίος ήδη τον Φεβρουάριο του 1929 καυτηρίαζε τα «σημάδια παρακμής» στους «πνευματικούς συγγενείς του Καρυωτάκη», χαρακτηρίζοντάς τους «λιποτάχτες της ζωής» που «μυρίζουν μούχλα»)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης, που η κριτική του ηλικία το 1935 ήταν πολύ μεγαλύτερη από ενός εικοσιπεντάχρονου, δεν χρειαζόταν την υπαγόρευση του Κατσίμπαλη για να επικρίνει τους ποιητές της ηλικίας του, γιατί νεολογούσε ήδη δεκαεννιάχρονος, προτού ακόμη γνωρίσει τον Κατσίμπαλη (βλ. τη μελέτη του, του 1929, για τον Παλαμά)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης επέκρινε τον καρυωτακισμό ήδη εικοσάχρονος, από τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1930 (περ. Ελληνική Επιθεώρησις ), προτού ακόμη γνωρίσει τον Σεφέρη (τον γνώρισε «τον χειμώνα του 1930»), καθώς και τον Ιανουάριο του 1931 (περ. Νουμάς ), προτού ακόμη εμφανιστεί η ποιητική γενιά του ΄30· θα γνώριζε, ακόμη (προφανώς γι΄ αυτό δεν τους περιλαμβάνει στους συγγραφείς της «μελανής σελίδας της νεοελληνικής λογοτεχνίας»), ότι τον καρυωτακισμό δεν επέκριναν μόνο οι συγγραφείς της γενιάς του ΄30 που αναφέρει, αλλά και όλοι σχεδόν οι αξιολογότεροι κριτικοί της εποχής (Ξενόπουλος, Αγρας, Βαρίκας, Παναγιωτόπουλος, Παπανικολάου), ενώ δεν τον επιδοκίμαζε κανείς· θα γνώριζε, τέλος, ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δηλώνει ότι ο Κατσίμπαλης αντιπαθούσε την ποίηση του Καρυωτάκη- ότι, απεναντίας, όλα δείχνουν ότι ήταν θαυμαστής της (βλ. την αλληλογραφία του με τον Σεφέρη, Α΄, σ. 372, 391).
Η κριτική ηλικία του Καραντώνη το 1935 ήταν πολύ ωριμότερη από εκείνη του κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερού του Κατσίμπαλη· ο οποίος, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Β. Χατζηβασιλείου, «ήταν αδύνατον να προσφέρει (στη γενιά του ΄30) κάτι παραπάνω από την τεχνική υποστήριξη και τις πρακτικές του μέριμνες».
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και της Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.