Η χώρα μας διέρχεται μία απότις κρισιμότερες φάσεις της ιστορίας της και πάντως τη βαθύτερη οικονομική κρίση από τη μεταπολίτευση έως σήμερα. Θα ήταν, όμως, σοβαρό λάθος, αν δεν παραδεχόμασταν ευθαρσώς ότι η οικονομική κρίση, ειδικώς στη χώρα μας, υπήρξε νομοτελειακή συνέπεια μιας προϊούσας διαλύσεως του κοινωνικού ιστού, πράγμα που από ετών είχε επισημανθεί από πολλές πλευρές, χωρίς βεβαίως κανένα αποτέλεσμα.
Μέρος ευθύνης σε αυτή την εξέλιξη έχουμε όλοι και όλες. Ασφαλώς, και ο αποκαλούμενος γενικώς πνευματικός κόσμος και η επιστημονική κοινότητα, αφού αποδεχθήκαμε αδιαμαρτύρητα τη σταδιακή αποφλοίωση του κοινωνικού γίγνεσθαι από ηθικές αρχές και διαχρονικές αξίες.
Εντύπωση, συνεπώς, προκαλεί ότι η διοικούσα Εκκλησία στην πρόσφατη Εγκύκλιό της «προς το Χριστεπώνυμον Πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος» με θέμα «Θεολογική θεώρηση της οικονομικής κρίσεως» αποφεύγει κάθε λόγο αυτοκριτικής.
Στην Εγκύκλιο τονίζεται ότι η φιληδονία, η φιλοδοξία, η φιλαργυρία- φιλοκτημοσύνη και η υπερκατανάλωση αγαθών έχουν οδηγήσει στην οικονομική αυτή κρίση. Η ευθύνη δε για την κρίση ανήκει και σε όσους κατά καιρούς διαχειρίζονται τα κοινά πράγματα, δηλ. στην πολιτική ηγεσία.
Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται στο «φιλότιμο» των Ορθόδοξων Ελλήνων και «προσφέρει μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, θάρρους και πίστεως», δηλώνει δε ότι, ως ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός φορέας της πατρίδας μας, «θα συνεχίσει, όσον είναι δυνατόν, να εργάζεται εντατικά για την ανακούφιση του λαού».
Από της Μεταπολιτεύσεως, το 1974, έως και σήμερα, δηλ. επί τριάντα έξι συναπτά έτη, η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι απέφυγε η ίδια τα «αμαρτήματα» εκείνα, τα οποία θεωρεί ότι αποτέλεσαν τις αιτίες της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως.
Ως θεσμός, ο οποίος μάλιστα απαιτεί από την Πολιτεία, ευκαίρως ακαίρως, να έχει ίση με αυτήν μεταχείριση, δεν υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση για τον μέσο έλληνα πολίτη, ούτε για τον ορθόδοξο πιστό.
Η αναξιοκρατία και η αδιαφάνεια διήκουν ολόκληρο τον εκκλησιαστικό οργανισμό. Στην εκλογή των Εφημερίων, το λαϊκό στοιχείο, ήδη από την εποχή της δικτατορίας Μεταξά, αποκλείσθηκε τελείως, ακόμη και από όποια συμβουλευτική συμμετοχή.
Η εκλογή στον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης, πολλώ μάλλον η ανάδειξη σε μητροπολιτικό θρόνο, αποτέλεσε αποκλειστικό προνόμιο μιας κλειστής ομάδας ανθρώπων, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται το σύστημα. Φωτεινές εξαιρέσεις επαληθεύουν δυστυχώς τον κανόνα. Θα αναφέρω, για του λόγου το ασφαλές, δύο παραδείγματα «αγίων» πράγματι Ιεραρχών, που ο ίδιος είχα γνωρίσει και δεν ζουν πλέον. Ο πρώτος, εκ των λεγόμενων «Ιερωνυμικών», ο Εδέσσης Καλλίνικος (Πούλος), ο έτερος, εκλεγείς επί Σεραφείμ, ο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος (Κόμπος).
Ολοι συνομολογούν ότι χρειάζονται άμεσες και ριζικές τομές στον τρόπο εκλογής των Μητροπολιτών, κανείς όμως δεν τις επιχειρεί. Με τον τρόπο αυτόν δεν είδαν ποτέ Μητροπολιτικό Θρόνο στην Εκκλησία της Ελλάδος αναστήματα όπως ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) ή ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος (Τρακατέλης), οι οποίοι θα παρέμεναν εσαεί τιτουλάριοι, εάν το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν τους αναδείκνυε στις ηγετικές θέσεις που σήμερα επαξίως κατέχουν…
Οι θέσεις των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, ακόμη και εκείνες του οδηγού ή του κλητήρα, πληρούνται από πρόσωπα που απολαμβάνουν την εύνοια της διοικήσεως της Εκκλησίας, έως όλως προσφάτως, όταν η σημερινή κυβέρνηση ορθώς αποφάσισε ότι οι θέσεις αυτές, αμειβόμενες από το Δημόσιο, πρέπει να πληρούνται μέσω ΑΣΕΠ.
Αλλά και η φιληδονία και η φιλοχρηματία στη διοίκηση της Εκκλησίας καθ΄ όλο αυτό το διάστημα επερίσσευσε και όταν διαπιστώθηκαν ηθικά ή οικονομικά σκάνδαλα κουκουλώθηκαν επιτηδείως… Αντί οι υπαίτιοι των πρώτων να παραπεμφθούν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια για να δικαστούν και καταδικαστούν, οι ιθύνοντες μηχανεύθηκαν διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να αποφύγουν το πρόβλημα και να διαφύγουν τον διασυρμό. Το ίδιο έγινε και με τα οικονομικά σκάνδαλα, θρυλούμενα ή πραγματικά, όπως καταδείχθηκε με το γνωστό θέμα της μη κυβερνητικής οργανώσεως της Εκκλησίας με το όνομα «Αλληλεγγύη»!
Η διαπλοκή εξάλλου με πολιτικούς, πρόσωπα και οργανισμούς, σε πολλές περιπτώσεις αυταπόδεικτη, επέτρεψε σε σειρά περιπτώσεων την καθιέρωση προνομιακής μεταχειρίσεως της Εκκλησίας. Ειδικές διατάξεις διέπουν τα αφορώντα στην οικοδομική της δραστηριότητα, ειδικές διατάξεις έχουν θεσπισθεί και για τα εκκλησιαστικά έργα, παρ΄ ότι όλες οι οργανωτικές υποδιαιρέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Ακόμη και η εισφορά των ενοριακών ναών υπέρ του ελληνικού Δημοσίου, ως συμβολική ανταπόδοση για την καταβολή από το τελευταίο των μισθών των Εφημερίων, από το 1981 και των Μητροπολιτών, που ανερχόταν στο 35% των ακαθάριστων εισπράξεών τους, καταργήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν απέδιδε τα αναμενόμενα, αφού σε πλείστες περιπτώσεις, όπως άλλωστε με παρρησία δήλωσε δημοσίως εν ενεργεία Μητροπολίτης, οι Ενορίες τηρούσαν διπλά βιβλία…
Τέλος, στο μείζον και ανοιχτό ακόμη θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, που άμεσα συναρτάται με τη φορολόγηση, η διοικούσα Εκκλησία δεν έχει επιδιώξει σοβαρώς έως σήμερα τη διευθέτησή του. Τούτο δε, ειδικώς για τη διαφιλονικούμενη μοναστηριακή περιουσία, παρ΄ ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις παρουσιάσθηκαν ευκαιρίες για μια έντιμη και πλήρως αποδεκτή λύση: την πρώτη φορά, επί κυβερνήσεως Γ. Ράλλη, με αρμόδιο υπουργό τον Ι. Βαρβιτσιώτη, την επόμενη επί κυβερνήσεως Α.Παπανδρέου και υπουργίας Α. Κακλαμάνη.
Εκείνο, λοιπόν, που περιμένει ο μέσος Ελληνας από την Εκκλησία σήμερα είναι να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προσφέρει, αντί παρηγορητικών λόγων και ευχών, ένα παράδειγμα, ένα πρότυπο. Σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο επίπεδο της αυτονόητης και ως εκ της διδασκαλίας της Εκκλησίας επιβεβλημένης φιλανθρωπίας.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.