Ο ι πρόσφατες δραματικές εξελίξεις δημιουργούν νέο πολιτικό σκηνικό και δίνουν μια πρόγευση των καταστάσεων που θα ζήσουμε τα ερχόμενα χρόνια. Ολοι αναρωτιόμαστε πώς θα αντιμετωπιστεί άμεσα η δημοσιονομική κρίση και πώς θα βγούμε μεσοπρόθεσμα από την πολύ ευρύτερη οικονομική κρίση που ήδη κλονίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Θεωρώ αδύνατο να γίνουν αυτά στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Πριν από καιρό είχα υποστηρίξει ότι πρέπει να κηρυχθεί στάση πληρωμών του δημόσιου χρέους (ξεπέρασαν τα 41 δισ. ευρώ το 2009) και να γίνει αναδιαπραγμάτευσή του. Ειδάλλως θα χρειαζόταν «να περικοπούν όλες οι κοινωνικές δαπάνες και να μπει φιτίλι στη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή για να πληρωθούν κατά προτεραιότητα οι δανειστές».
Θυσίες χωρίς ορίζοντα
Οι εξελίξεις που μεσολάβησαν, δυστυχώς, επικυρώνουν αυτή την εκτίμηση. Απλώς το δημόσιο χρέος βάρυνε στο μεταξύ με άλλα 40 δισ. ευρώ, τα οποία φυσικά δεν έγιναν μισθοί και συντάξεις. Γλίστρησαν και πάλι προς τους ισχυρούς. Ο πλούτος κλείνεται στα θησαυροφυλάκια τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ τα νοικοκυριά ρίχνονται στη φτώχεια. Κάθε νεογέννητο βρίσκεται φορτωμένο με 30.000 ευρώ δημόσιο χρέος, που δεν δαπανήθηκε για χάρη του, και καλείται να δουλεύει ισόβια για να το ξεπληρώσει.
Τα επόμενα χρόνια οι οικονομικές θυσίες θα είναι αναπόφευκτες. Το ζήτημα είναι αν θα μοιραστούν και δίκαια. Θα μας κάνουν δουλοπάροικους των τραπεζιτών ή θα συνοδευτούν από θεσμικές αλλαγές ικανές να αντιστρέψουν την κοινωνική πόλωση; Μάχη αβέβαιης έκβασης, που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Βασική πολιτική πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνικός λαός είδε το κράτος να δίνει δεκάδες δισ. για να σώσει τις τράπεζες, ψήφισε την κυβέρνηση επειδή πληροφορήθηκε ότι «λεφτά υπάρχουν», και όμως καλείται τώρα σε θυσίες χωρίς ημερομηνία λήξης. Σε αυτές τις συνθήκες αποτελεί πράξη ύψιστης πολιτικής ανευθυνότητας να δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο οι αντοχές του. Η αναδιανομή του εθνικού προϊόντος υπέρ των πλουσίων, που ζητούν οι θεσμικά ισχυροί γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, θα εξαερώσει τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης, ενώ υπονομεύει, παράλληλα, την πραγματική οικονομία και την ίδια τη δημοκρατία. Λύση επομένως ηθικά, πολιτικά και οικονομικά απαράδεκτη.
Καν΄ το όπως ο Βενιζέλος
Η ιστορία μάς δίνει ένα διδακτικό παράδειγμα. Το 1932, με τον ελληνικό λαό πολύ πιο αμόρφωτο και ανοργάνωτο- και λιγότερο απαιτητικό από σήμερα- ο χαρισματικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε πρόσφατα επανεκλεγεί σαρώνοντας τους αντιπάλους του, εξανέμισε τη δημοτικότητά του αφαιμάσσοντας την οικονομία στη λεγόμενη Μάχη της Δραχμής. Οταν τελικά κήρυξε στάση πληρωμών, έπειτα από μερικούς μήνες αντίστασης δηλαδή, ήταν πια αργά. Το κόμμα του είχε διαλυθεί, η δημοκρατία εκτροχιαστεί, με τελικούς ωφελημένους τους Γλύξμπουργκ και τον Μεταξά. Η ειρωνεία είναι ότι, στη συνέχεια, σταθεροποιήθηκαν οι ακροδεξιές κυβερνήσεις ακριβώς επειδή η ελληνική οικονομία, διαψεύδοντας τους τότε γκουρού των αγορών, σημείωσε πρωτοφανείς ρυθμούς ανόδου. Η πτώχευση ξαναζωντάνεψε την αγορά, μεταφέροντας πόρους από τα θησαυροφυλάκια των τρα πεζών στην πραγματική οικονομία, από το εξωτερικό στο εσωτερικό. Μια ιστορία που την περιγράφει ωραία ο Μαρκ Μαζάουερ.
Είναι σήμερα εφικτό αυτό που έκανε τότε ο Βενιζέλος; Ναι, είναι. Παραπάνω από 40 «πτωχεύσεις» σημειώθηκαν παγκόσμια μετά το 1970, και γενικά ωφέλησαν τις χειμαζόμενες οικονομίες. Η Ρωσία και η Αργεντινή σε τέτοιες «χρεοκοπίες» στήριξαν την υγιή οικονομική τους μεγέθυνση, με εξαιρετικούς ρυθμούς, τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία οι κίνδυνοι είναι, στη δική μας περίπτωση, μάλλον θεωρητικοί. Κυρίως ο πρόσκαιρος αποκλεισμός από τις διεθνείς χρηματαγορές, οι οποίες ωστόσο έτσι κι αλλιώς δεν μας δανείζουν, πλέον, με λογικούς όρους.
Η «πτώχευση» και το ευρώ
Είναι συμβατή η «πτώχευση» όμως με την παραμονή στο ευρώ; Ναι, είναι. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης περιορίζει τα επιτρεπόμενα ελλείμματα, αλλά αφήνει τις εθνικές κυβερνήσεις να βρουν μόνες τους το πώς θα ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Η Αθήνα αποφασίζει αν θα ρίξει το έλλειμμα κλείνοντας νοσοκομεία και σχολεία (προϋπολογισμός 2010 για την Παιδεία:
7,6 δισ. ευρώ· Υγεία και Πρόνοια: 6 δισ. ευρώ) ή αναστέλλοντας τις πληρωμές στους τραπεζίτες (προϋπολογισμός 2010 για τοκοχρεολύσια: 45 δισ. ευρώ). Δεν είναι γραμμένο πουθενά στο Σύνταγμα ότι οι υποχρεώσεις του κράτους προς τους πιστωτές υπερτερούν έναντι των ευθυνών του προς τους πολίτες. Το ποιος παίρνει τι, ψηφίζεται κάθε χρόνο εξαρχής από την εθνική αντιπροσωπεία. Είναι θέμα πολιτικής απόφασης, της Αθήνας και όχι της Φραγκφούρτης ή των Βρυξελλών, αν ο προϋπολογισμός θα σώσει το κοινωνικό κράτος ή τις τράπεζες.
Συμφέρει άραγε τους ισχυρούς της ΕΕ να μας διώξουν από το ευρώ; Κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το κάνουν αν ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό, έστω και μη πληρώνοντας τους τραπεζίτες και φορολογώντας τους πλούσιους. Ούτε θα τις συνέφερε. Θα υπονόμευαν έτσι την ισχύ και τη βιωσιμότητα του ευρώ, δίχως να αντιμετωπίσουν τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των τραπεζών, οι οποίες αμέσως μετά θα στόχευαν την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και ακόμη και τη Γαλλία- χώρες όλες τους με συνολικές δανειακές ανάγκες επαχθέστερες των δικών μας.
Θαπατέρο και Παπανδρέου
Κηρύσσοντας, τώρα, στάση πληρωμών διατηρούμε εμείς τον έλεγχο της οικονομίας, προφυλάσσουμε το στοιχειώδες κοινωνικό κράτος και σώζουμε την, ατελή έστω, δημοκρατία. Σκεφτείτε μόνο τις συνέπειες αν εκχωρήσουμε στη Φραγκφούρτη τα ηνία μιας βυθισμένης σε κρίση οικονομίας, αποσταθεροποιώντας στο μεταξύ και το πολιτικό μας σύστημα, μόνο και μόνο για να ακούσουμε του χρόνου ότι η ΕΕ δεν έχει άλλα περιθώρια στήριξής μας.
Ορθά ο Θαπατέρο ανέθεσε στην αντικατασκοπία να βρει ποιοι κερδοσκοπούν ενάντια στη χώρα του. Το λιγότερο λοιπόν που πρέπει να δηλώσει ο δικός μας πρωθυπουργός, σε όσους μάς εκβιάζουν, είναι το πολιτικά έντιμο και δημοκρατικά απαραίτητο. Δηλαδή ότι εκλέχτηκε με πρόγραμμα αντίθετο, επομένως αν συνεχιστούν οι πιέσεις θα προκηρύξει νέες εκλογές, ώστε ο ελληνικός λαός να αποφασίσει με μάτια ανοιχτά. Σε αυτή την περίπτωση, υποπτεύομαι, οι λεονταρισμοί θα μειωθούν εντυπωσιακά. Γιατί η συνέχισή τους τότε, επαπειλεί αναγκαστική στάση πληρωμών μέσα σε εβδομάδες, και σύντομα ξήλωμα του ευρώ. Πράγμα που λίγες αγορές, κερδοσκόποι, τραπεζίτες θα ριψοκινδύνευαν.
Ο κ. Σπύρος Μαρκέτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.