Εναν χρόνο μετά τη δολοφονία ενός παιδιού (παρέλκει να αναφερθούμε στην αθωότητά του), έναν χρόνο μετά από όσα επακολούθησαν, ηρωικά, πένθιμα, αλλά και υβριστικά, έναν χρόνο μετά από έναν «επαναστατημένο Δεκέμβρη», οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι άραγε έμεινε ζωντανό και ελπιδοφόρο από τις νύχτες εκείνου του Δεκεμβρίου. Τι νέο γεννήθηκε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου που θα «δικαίωνε» έστω και λίγο την παράλογη θυσία; Τι δέντρο πότισε το νεανικό αίμα; Τι άνθησε έκτοτε μέσα στους λερούς δρόμους των Αθηνών, τους εορταστικά φτιασιδωμένους σήμερα, όπως και τότε; Η απάντησή μου είναι απλή και χωρίς περιστροφές: Τίποτε δεν έγινε, τίποτε δεν άνθησε από το βράδυ εκείνο. Η θυσίαπαρέμεινε στο κενό. Το αίμα χάθηκε και χύθηκε στους υπονόμους. Αυτός ο αδιανόητος θάνατος εγγράφτηκε τελικά, όπως και τόσοι άλλοι, πάνω στην ίδια, μακρά στήλη πεσόντων που ρυθμίζει χρόνια τη λειτουργία της εθνικής μας συμπεριφοράς. Σημειώνονται εκεί νεκροί δικοί μας που, αντί να φεγγοβολούν πάνω σε ένα αληθινό μνημείο πεσόντων, σε έναν τόπο δηλαδή ζωντανής μνήμης και έμπνευσης, συνωστίζονται, όλοι μαζί, ένα κουβάρι, στο κενοτάφιο της εθνικής μας ματαιοδοξίας. Ο νεκρός του περυσινού Δεκεμβρίου έγινε ένας άλλος σταυρός πολιτικής και κομματικής κομπορρημοσύνης, ένας άλλος τάφος για καπηλεία. Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι νεκροί του Εμφυλίου, και από τη μία και από την άλλη μεριά, παραμένουν σε εκκρεμότητα. Σχεδόν δεν αναγνωρίζονται- με τη διπλή σημασία του ρήματος-, πολύ περισσότερο δεν εισακούονται. Οι νεκροί της Κύπρου το ίδιο και χειρότερα. Τα νεκρά παιδιά του Πολυτεχνείου κάθε χρόνο στέκονται εκεί αμίλητα, πνιγμένα μέσα σε ρύπους φλυαρίας και πολιτικολογίας. Γιατί να έχει καλύτερη μοίρα ο Αλέξανδρος; Στο κάτω κάτω, τι άλλαξε από τότε που ο ποιητής-προφήτης είδε «τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών» και διαβεβαίωνε, όρθιος μέσα στα ωραία ερείπια, πως «θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση». Κατά συνέπεια, ή στραβή είναι η ποίηση ή στραβά αρμενίζουμε.
Και όμως αυτός ο άγουρος θάνατος, όπως και τόσοι άλλοι, θα μπορούσε να γίνει πραγματικό σημείο αναφοράς και αφορμή για να στοχαστούμε τουλάχιστον πάνω σε όσα μας καίνε καθημερινά. Θα μπορούσε να βοηθήσει να πάνε κάπως καλύτερα οι ζωές μας. Πόσο πιο αξιόσπιστα όμως έγιναν τα πτυχία μας μετά τον θάνατο εκείνου; Πόσο καλύτερα λειτουργούν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια; Πόσες ώρες διδασκαλίας κερδίσαμε; Πόσο αναβαθμίστηκε η δημοκρατία μας; Πόσο ανέβηκε η ποιότητα της κοινωνικής μας ζωής; Ποιες πραγματικές αλλαγές έγιναν στην πολιτική μας συμπεριφορά; Πόσο πιο ανεκτικοί γίναμε προς τους «άλλους», εντόπιους και ξένους; Μπορούμε να εκφραζόμαστε σήμερα περισσότερο ελεύθερα από όσο έναν χρόνο πριν; Η απάντηση στα αμφιθέατρα και στη Στοά του Βιβλίου. Εντάξει. Αλλαξε η κυβέρνηση, άλλαξε και η αντιπολίτευση. Αλλαξε όμως η αντίληψή μας για τη λειτουργία της δημοκρατίας, μεταβλήθηκε η φορολογική μας συμπεριφορά, γίναμε πιο ενεργοί πολίτες; Ζει το περιβάλλον; Προφανώς και δεν θα περίμενε κανείς ότι σε όλα αυτά θα συνέβαλε ο αθώος νεκρός των Εξαρχείων! Από την άλλη, όμως, αν μια θυσία δεν μας κάνει κατά τι εντιμότερους, σε κάτι ειλικρινέστερους και σοβαρότερους, τότε ποιος ο λόγος να αναφερόμαστε σε αυτόν τον θάνατο; Απλώς και μόνο για να δείξουμε πόσο ευαίσθητοι είμαστε στις όποιες κινητοποιήσεις, στις ανόητες και αντιδημοκρατικές κάποτε καταλήψεις; Ετσι, για να πετάξουμε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον τόπο της θυσίας και στη συνέχεια ένα τούβλο στην τζαμαρία της διπλανής τράπεζας; Ετσι δικαιώνονται αυτοί οι νεκροί;
Ακούμε ήδη και βλέπουμε πολλά. Αναγγέλλονται τα γνωστά: πορείες, καταλήψεις, βγαίνουν πάλι οι κουκούλες, τα ρόπαλα, τα χημικά. Οι φοιτητές θυμώνουν πάλι, οι συνδικαλιστές διαμαρτύρονται για άλλη μία φορά, οι πολιτικοί ρήτορες ξεσκονίζουν τα παλιά τεφτέρια. Ολοι εμείς ετοιμαζόμαστε για έναν νέο γύρο εκκωφαντικών λόγων, για μια παράσταση χωρίς νόημα και γεμάτη απρέπεια. Ο Αλέξανδρος δεν ζει όμως. Ούτε ο Λαμπράκης ζει. Ούτε ζουν τα παιδιά του Πολυτεχνείου. Ούτε όσοι θυσιάστηκαν στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Φωνάζουμε πως τάχα ζουν και μας οδηγούν. Πότε και σε ποιον καλό δρόμο μας οδήγησαν οι αγαθοί νεκροί μας. Τώρα και έναν χρόνο μας οδήγησε σε κάτι καλύτερο ο θάνατος του Αλέξανδρου; Εξακολουθούμε να είμαστε απλώς οι περιλειπόμενοι ενός πολιτικού και κοινωνικού βίου που όλο νεκρώνεται.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.