Αυτό που σήμερα αποκαλείται με τον λανθασμένο και απηρχαιωμένο όρο «συνδικάτο του εγκλήματος» έχει κοινωνικές ρίζες στην ίδια τη δομή και οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας και δεν είναι μόνον εισαγόμενο φαινόμενο. Αναπτύσσεται με όρους εγκληματικής επιχείρησης, προσφέρει απασχόληση σε ένα ευρύτερο φάσμα νέων ανθρώπων, που οι περισσότεροι δεν θα είχαν καμία πιθανότητα επιτυχίας και οικονομικής ανόδου στη νόμιμη αγορά εργασίας. Πράγματι από το κοινωνικό προφίλ των κατά καιρούς δραστών, κυρίως όσων ασχολούνται με τη νύχτα και τα μαγαζιά, προκύπτει ότι στην πλειονότητά τους είναι νέοι, πολύ νέοι, δεν είναι αμόρφωτοι, είναι εξαιρετικά καθημερινοί άνθρωποι, ζουν ή έζησαν πλούσια και απολαμβάνουν σεβασμό από το περιβάλλον τους. Η πορεία τους προς το οργανωμένο έγκλημα συνιστά και μία αντανάκλαση απόψεων σχετικά με την αξία και τα όρια του νόμου, που καλλιεργούνται χρόνια τώρα υπόγεια στην κοινωνία, στην ελληνική οικογένεια, στο ίδιο το πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα: η κρατούσα άποψη της εποχής μας ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» έχει και αυτές τις συνέπειες.
Το οργανωμένο έγκλημα, ως επιχείρηση και κοινωνικό φαινόμενο, ακολουθεί τις αλλαγές της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Η εξάπλωσή του προϋποθέτει κατά κανόνα διασυνδέσεις, εξυπηρετήσεις, συνδιαλλαγές μέσα στον κρατικό μηχανισμό- πάντα με το αζημίωτο- και σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες και πολιτικούς παράγοντες για ζητήματα που συχνά μοιάζουν κατ΄ αρχήν «αθώα» και δευτερεύουσας σημασίας και που πολύ δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν δικαστικά. Πρόκειται για εγκληματικά δίκτυα που η διάρκειά τους είναι ανεξάρτητη από συγκεκριμένα πρόσωπα. Ετσι, η εξάρθρωση μέρους αυτού του συστήματος εξαφανίζει προσωρινά ορισμένους «κρίκους» του (π.χ. μία οργάνωση), οι οποίοι σε σύντομο χρόνο αντικαθίστανται από άλλους. Σύμφωνα με τον W. Chambliss, το τμήμα εκείνο του παράνομου «δικτύου» που αποτελείται από καθώς πρέπει πολίτες και αξιωματούχους παραμένει ανέπαφο και φροντίζει για την αναπαραγωγή του.
Το οργανωμένο έγκλημα εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα που προσφέρεται και στο πλαίσιο αυτό οι φυλακές αποτελούν πάγια έναν χώρο «αναπαραγωγής» εγκληματικών οργανώσεων, καθώς βρίσκονται μακριά από τον δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας. Ετσι, μπορεί με το πρόσχημα του νόμου και της τάξης οι φυλακές στην Ελλάδα να είναι άβατο για φορείς, ερευνητές και επιστήμονες, αλλά όπως φαίνεται είναι απολύτως προσβάσιμες για κάθε είδους παρανομία. Η κρίση «ηγεμονίας» μιας εγκληματικής οργάνωσης – κατά κανόνα αποτέλεσμα αλλαγών στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος- ή και η μεταπήδηση σε υψηλότερου επιπέδου «επιχειρήσεις» προκαλεί συγκρούσεις και «αλληλοκαρφώματα». Τότε είναι που οι αρχές πραγματοποιούν τις μεγαλύτερες επιτυχίες.
Οι παραπάνω ιδιαίτερα γνωστές στους εγκληματολόγους διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος δεν απασχολούν όμως ούτε απασχόλησαν ποτέ τους αρμοδίους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κρατούσα τάση που θεοποιεί την τεχνολογία και τη συμβολή της στην εξιχνίαση της απαγωγής Παναγόπουλου πιστοποιεί και επισήμως το εύρος των δυνατοτήτων παρακολούθησης που διαθέτουν οι αρχές. Ταυτόχρονα, έμμεσα επισημαίνει προς την κοινή γνώμη και στους εμπλεκομένους ότι κανείς δεν «έδωσε» κανέναν. Απουσιάζει κάθε συζήτηση περί πρόληψης, σε βάθος ανατροπής των συστημάτων αλλά και των προβλημάτων που τροφοδοτούν το οργανωμένο έγκλημα. Η ιστορία του όμως όσο και η διεθνής εμπειρία υποδεικνύουν ότι η επέκτασή του βρίσκεται σε συνάρτηση με τις ανάγκες που δημιουργούνται στη βάση της κοινωνίας. Το οργανωμένο έγκλημα προσφέρει υπηρεσίες εκεί όπου ο νόμος και το κράτος αδυνατούν ή αρνούνται να παράσχουν. Η εξάπλωσή του έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα για την κοινωνική ειρήνη και την ασφάλεια από ό,τι όλες οι κλοπές και ληστείες του δρόμου μαζί. Κυρίως όμως το οργανωμένο έγκλημα είναι ένας αντικόσμος με ιδιαίτερους κανόνες και αξίες, που αναπτύσσεται παράλληλα με το έλλειμμα δημοκρατίας και δημοκρατικού ελέγχου στον κρατικό μηχανισμό και στην κοινωνία και σε συνάρτηση με την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η μονομέρεια στην αντιμετώπιση του φαινομένου και η συρρίκνωση της ανάλυσής του σε αστυνομική μόνον υπόθεση οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω ανάπτυξή του. Η άρση αυτής της μονομέρειας όμως προϋποθέτει ανατροπές καθόλου ευχάριστες για όσα δίκτυα κερδίζουν από τα φαινόμενα αυτά.
Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.