Κρύα παρηγοριά, αλλά η σημειολογία της κουκούλας απασχολεί και άλλες ευρωπαϊκές οικογένειες. Σε ένα από τα τακτικά της σεμινάρια στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, η οργάνωση «Γυναίκες στη δημοσιογραφία» συζήτησε μια έρευνα για το προφίλ των τινέιτζερ που φιλοτέχνησαν τα περισσότερα ΜΜΕ μέσα στον τελευταίο χρόνο. Μεταφράζω το σχόλιο της βρετανίδας δημοσιογράφου που παρουσίασε τα ευρήματα της έρευνας: «Οταν μια φωτογραφία παρέας νεαρών με κουκούλες (hoodies) προσλαμβάνεται άμεσα ως οπτική συντομογράφηση “αντάρτικου πόλεων” ή απειλής κατά της κοινωνικής ειρήνης, τότε οι νεαροί μας έχουν σίγουρα ένα σοβαρό πρόβλημα “εικόνας”». Μη βιαστείτε να βρείτε αυτήν την εκτίμηση ενδιαφέρουσα και πολύ σχετική με «τα του οίκου μας» πριν διαβάσετε και το παρακάτω: «Ελάχιστα είναι τα ρεπορτάζ που έχουν να πουν κι έναν καλό λόγο για τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Χαρακτηρισμοί όπως “πρότυπο μαθητή”, “άγγελος”, “καμάρι των γονιών του”, “το καλύτερο παιδί” εμφανίζονται πού και πού, αλλά ως μεταθανάτιες φιλοφρονήσεις σε περιπτώσεις βίαιου θανάτου». Επειδή ο καπνός από τα δικά μας «Δεκεμβριανά» αναθρώσκει, και μυρίζει, ακόμη, πάσα ομοιότης με πρόσωπα και περιστατικά της πραγματικότητας μοιάζει κάθε άλλο παρά συμπτωματική.
Η έρευνα δεν ξεχνάει και του στραβού το δίκιο. Μόνο ένα στα δέκα σχετικά ρεπορτάζ δίνει χώρο στις απόψεις των ίδιων των παιδιών. Σε δείγμα 1.000 ερωτηθέντων, το 80% επισημαίνει ακόμη ότι η συστηματική «δυσφήμιση» από τα ΜΜΕ υποθάλπει διάθεση δυσπιστίας, ή και φόβου, απέναντι στους συνομηλίκους τους, χαρακτηρίζοντας ως στέκια υψηλού κινδύνου και διαδρομές προς αποφυγήν περιοχές των οποίων οι θαμώνες είναι στην πλειονότητά τους νεαροί μεταξύ 15 και 20 ετών. Αιχμηρά παράπονα διατυπώνονται για το ευρύ φάσμα «κοσμητικών» χαρακτηρισμών που κυκλοφορούν στη σχετική ειδησεογραφία: το «κουκουλοφόροι» είναι το πιο αποχρωματισμένο και ανώδυνο, πολύ πιο εύχρηστα είναι το «αλήτες», το «αποβράσματα», το «καθάρματα», το «τέρατα» και το «κτήνη».
Η δαιμονοποίηση είναι ένα από τα δραστικότερα λιπαντικά της μιντιακής μηχανής, αλλά ενώ σε άλλες περιπτώσεις υπηρετεί απλώς την εμπορικότητα ή συνωμοτεί με τη φυσική μας απροθυμία να διακρίνουμε δύσκολες διαβαθμίσεις και αποχρώσεις, η δαιμονοποίηση των παιδιών μπορεί να είναι, και συχνά είναι, το διαθλασμένο άγχος της ενήλικης ωριμότητας για το «ναρκοθετημένο» άνυσμα της ήβης που αποφασίζει τον δρόμο της «αρετής» ή της «κακίας» και για το δικό μας παιδί. Και στην εξορκιστική μας ετοιμότητα δεν το βρίσκουμε πάντα εύκολο να κατανοήσουμε- βιωματικά, αισθητικά ή και ιδεολογικά- τις εναλλακτικές εξάρσεις της νεανικής κουλτούρας, ειδικά στις πιο «δυναμικές» εκδηλώσεις της.
«Και η δική μας, εγχώρια, παρέα των παιδιών με τις κουκούλες;», θα αναρωτιούνται όσοι δυσφορούν ήδη με την έτσι κι αλλιώς ερασιτεχνική κοινωνιολογία αυτής της επιφυλλίδας. Οποιες κι αν είναι οι ομοιότητες, μια αντίστοιχη δική μας έρευνα θα είχε ενδιαφέρον κυρίως για τις διαφορές. Και αποτελεί αξιερεύνητη διαφορά, για παράδειγμα, το γεγονός ότι, μέσα στη χιλιοτραγουδισμένη διαφάνεια της αττικής λιακάδας, η παρέα, σαν άτακτο στίφος Βησιγότθων, μπορεί να ροβολάει αρματωμένη στο «σικ» επίκεντρο του μητροπολιτικού κέντρου, με τις δυνάμεις της τάξης σε διατεταγμένη απεμπλοκή και με προγραμματισμένο τέρμα το ασύλητο και μη συλητέο τέμενος μιας πανεπιστημιακής σχολής. Αξιερεύνητη διαφορά το πολύ πραγματικό ενδεχόμενο κανένας δημοσιογράφος ή πολιτικός (με τον Πάγκαλο, πάντως, έτοιμο να επιβεβαιώσει τον κανόνα δια της εξαιρέσεως) να μην ελευθεροστομήσει ακαριαία ή εκ προμελέτης πέρα από το κοινόχρηστο οξύμωρο των «γνωστών αγνώστων» και τις επιθεωρησιακές λεξιπλασίες τύπου «μπαχαλάκηδες». Αξιερεύνητη διαφορά η πιθανότητα επικεφαλής κοινοβουλευτικού σχηματισμού να αναλάβει διαμαρτυρόμενη αγρυπνία στα σκαλοπάτια της ΓΑΔΑ προκειμένου να απελευθερωθούν πάραυτα και άνευ όρων οι αναξιοπαθούντες. Ακρως αξιερεύνητο το θέαμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που εκκρεμεί, φλύαρη και συνάμα αμήχανη, ανάμεσα στον παρορμητικό πειθαρχισμό του «τι κάνει η κυβέρνηση, η αστυνομία, οι πολιτικοί;», την ένσταση για τον μυθολογημένο ή πραγματικό τσαμπουκά του «μπάτσου», τη συνωμοσιολογική μανιοκατάθλιψη και την ξέφραγη ρητορική περί «κοινωνικής κρίσης», παρακμής και διεθνούς ρεζιλέματος. Δεν γνωρίζω ποιος είναι ο μέσος όρος νοημοσύνης των νεαρών με τις κουκούλες, αλλά αρκετοί, υποθέτω, υποψιάζονται ότι ζουν σε μια κοινωνία η οποία, άλλοτε από εθνική ορθοφροσύνη και άλλοτε από αριστερίστικο προοδευτισμό, έχει διατραφεί για πολύ καιρό μόνο με ιδεοληπτικά λιπαρά, έχει μείνει πίσω στην «τεχνολογία» του κοινωνικού πραγματισμού και έχει καλή παράδοση στο ιδεολογικό ξέπλυμα της βίας. Υποψιάζονται, ίσως, ακόμη ότι δεν αποτελούν απλώς εκτοπλάσματα ενός παραβατικού περιθωρίου αλλά και αφορμές-σύμβολα συνειδησιακού αυτομαστιγώματος για όλα εκείνα που, δεκαετίες τώρα, δεν κατόρθωσε να τακτοποιήσει συναινετικά η κοινωνία των πολιτών και η πολιτική τάξη της χώρας. Και όσο η κατάσταση αυτή παραμένει ισχυρή, ο σιδηρολοστός που σπάει βιτρίνες στη Σκουφά ή στην Τσιμισκή θα διεκδικεί κάτι περισσότερο από την καταγραφή του στο βιβλίο συμβάντων του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Αυτή είναι η διαφορά.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.